"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Απομνημονεύματα εθελοντών Μπιζανομάχων από την Χίο


Λάβαμε σήμερα ένα πολύ ενδιαφέρον μήνυμα από τη μακρινή και πανέμορφη Χίο με σπάνιο και πολύ σημαντικό ιστορικό υλικό από την περίοδο των αγώνων για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου που προέρχεται από επιστολές και προσωπικά ημερολόγια εθελοντών Μπιζανομάχων που κατάγονταν από τη Χίο.
Ευχαριστούμε θερμά τον φιλόλογο καθηγητή κ. Λεωνίδα Πυργάρη για το υλικό που μας έστειλε και το οποίο δημοσιεύουμε με μεγάλη μας χαρά.
_____________________________________________________



Προς: 
Δημοτικό Σχολείο Σταυρακίου
ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Αξιότιμε συνάδελφε δάσκαλε,

Σας αποστέλλω επιστολές Χιωτών στρατιωτών (παραθέματα 1-4) από το Μέτωπο τής Ηπείρου (1912-13), 
οι οποίες αποτυπώνουν τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες εκείνου τού πολέμου: δριμύ ψύχος, δύσβατο και απροσπέλαστο έδαφος, δυσκολία κάλυψης τών επισιτιστικών αναγκών τού στρατού. Συγχρόνως μέσα από τις επιστολές διακρίνεται το υψηλότατο ηθικό φρόνημα τών στρατιωτών και η πεποίθηση για την τελική επικράτηση.

Ακόμα παραθέτουμε άρθρο (παράθεμα 5) τής Εφημερίδας «ΠΑΓΧΙΑΚΗ» τής 10/2/1913, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά τα οχυρωματικά έργα τού Τουρκικού στρατού στην περιφέρεια τών Ιωαννίνων, όπως τα παρουσίαζε τότε η Αγγλική Εφημερίδα Daily Telegraph, της οποίας τη σχετική δημοσίευση αναδημοσίευσε η χιώτικη εφημερίδα. Είναι αξιοσημείωτη η πεποίθηση τής Αγγλικής εφημερίδας, δέκα μέρες πριν την τελική επίθεση στο Μπιζάνι, ότι τη νίκη θα κερδίσουν τα ελληνικά όπλα, παρά τη συντριπτική υλική υπεροπλία τών Τούρκων. Τη βεβαιότητά του για την επικείμενη νίκη τών Ελλήνων στο Μπιζάνι στηρίζει το Αγγλικό έντυπο αφενός στις στρατηγικές ικανότητες τού στρατηγού Σαπουντζάκη και αφετέρου στις αλλεπάλληλες νίκες που είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη καταγάγει ο ελληνικός στρατός καθώς και στο ακμαιότατο ηθικό του!

Επίσης στο παράθεμα 6 παρουσιάζουμε τις επίσημες ανακοινώσεις τής Αθήνας μετά την κατάληψη τών Ιωαννίνων καθώς και την απήχηση που είχε η άλωση τής πρωτεύουσας τής Ηπείρου σε άλλες ελληνικές πόλεις αλλά και στο εξωτερικό.

Το παράθεμα 7 είναι μία επιστολή τού στρατιώτη Αιμίλιου Χ. Καρούσου προς τον πατέρα του, η οποία αποτυπώνει παραστατικά τις κάθε είδους δυσκολίες (εδάφους, καιρικών συνθηκών, επισιτιστικές) τού Ηπειρωτικού πολέμου αλλά ταυτόχρονα και την ακατάβλητη αντοχή, ψυχική και σωματική, εκείνης τής ένδοξης και ηρωικής γενιάς!

To παράθεμα 8, - το οποίο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο τού Γ. Θ. Φεσσοπούλου, ανθυπολοχαγού τότε στις επιχειρήσεις τής Ηπείρου και αυτόπτη μάρτυρα και πρωταγωνιστή τών γεγονότων – παρέχει εικόνα αναλυτική τών οχυρωματικών έργων τού τουρκικού στρατού στην ευρύτερη περιφέρεια τών Ιωαννίνων. Επίσης παρέχεται εικόνα τών συνθηκών πολέμου και διαβίωσης τών πολεμιστών κατά τη μάχη τής 7ης Ιανουαρίου, καθώς και συγκεκριμένα περιστατικά αυτοθυσίας και ηρωισμού.

Στο παράθεμα 9 ο Γ. Θ. Φεσσόπουλος αναφέρεται αναλυτικά στην τελική επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου 1913, περιγράφει λεπτομερώς τη μάχη και τις δυσμενείς της συνέπειες για τους Τούρκους και αποτιμά το μέγεθος τής ελληνικής νίκης.

Τέλος, στο τελευταίο παράθεμα, το 10ο, γίνεται αναφορά από τον ίδιο απομνημονευματογράφο στις σκληρές συνθήκες εδάφους και καιρού που επικρατούσαν στην περιοχή τής Μανωλιάσσας, και στο ηθικό τών στρατιωτών. Επίσης παρουσιάζονται μάχες σ’ εκείνη την περιοχή.

Χίος: Απρίλιος 2013 
 
Επιμέλεια:
Λεωνίδας Πυργάρης
Φιλόλογος Καθηγητής
2ο Γεν. Λύκειο Χίου




MIA EΠΙΣΤΟΛΗ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ


1) MIA EΠΙΣΤΟΛΗ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

Ο στρατός τής Κατοχής τής γλυκειάς μας πατρίδος, ο διατρέξας τα μακεδονικά πεδία ένδοξος και νικηφόρος και κατατροπώσας ούτω τον Τούρκον και εξαφανίσας αυτόν από της πολυπαθούς Μακεδονίας, μας αφήκε και εδώ πολλάς αναμνήσεις.
Ουδέποτε πιστεύω θα λησμονήσωμεν οι Χίοι την γενναίαν ψυχήν τών μαχητών τού Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, οι οποίοι ήλθον εδώ και μας ηλευθέρωσαν χύσαντες μετά και άλλων συναδέλφων των το αίμα των δια την ελευθερίαν μας.
Έτυχε εις το διάστημα τής παραμονής ενταύθα τού στρατού τής Κατοχής να γνωρίσω έναν λοχίαν εξ Αθηνών, ανήκοντα εις τα πολυβόλα, λεβεντόπαιδο πρώτης, με καρδιά, ψυχή, φρόνημα και χαρακτήρα σπάνια. Είνε παλληκαράκι ακόμη, μόλις 20 ετών και έχει λάβει στρατιωτικόν έπαινον δια την επίδοσίν του εις τα πολυβόλα. Όλοι τον αγαπούν και τον εκτιμούν και ιδία ο Συνταγματάρχης του, ο αρχηγός τής Κατοχής.
Μου έλεγεν κατά την αναχώρησίν του απ’ εδώ με τον στρατόν μαζί «Αγαπητέ Κ… ποτέ δεν θα λησμονήσω την ωραίαν Χίον, πάντοτε θα την ενθυμούμαι, και πάντοτε παν το Χιακόν θα μου ενθυμίζη τας ωραίας και ευτυχείς ημέρας που περάσαμε στην Χίον. Θα σου γράφω, φίλε μου, πάντοτε, οσάκις έχω καιρόν, από την Ήπειρον».
Εγώ επερίμενα ανυπομόνως ειδήσεις του. Κάθε φορά που ήρχετο το Ταχυδρομείον, επήγαινα κ’ ερωτούσα αν έχω κανένα γράμμα.
Τέλος προχθές ανέπνευσα. Έλαβα μίαν επιστολήν από το στρατόπεδον τής Ηπείρου υπό ημερομηνίαν 2 Ιανουαρίου. Εκ της επιστολής αυτής αποσπώ τα ακόλουθα εμφαντικά τής μεγάλης και ευγενούς ψυχής τού λεβέντη Έλληνος υπαξιωματικού.
______________________________________________
2 Ιανουαρίου 1913

Αγαπητέ μοι Κ…
Πλησιάζομεν να φθάσωμεν εις το Μπιζάνι. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα πάμε να ελευθερώσωμε τα δοξασμένα και πολύπαθα Γιάννενα. Χθες είχαμε φαγητόν και εφάγαμε εις υγείαν τής μυριπνόου και αλησμονήτου Χίου μας.
Είμαι ξαπλωμένος στο βάθος μιας μικράς στρογγύλης σκηνής από δύο αντίσκηνα. Βαδίζομεν προς το Μπιζάνι. Εάν μεταβώμεν εις την Μεραρχίαν μας ήτις κατέχει το μέσον του μετώπου, μετατοπισθείσα χθες θα γίνωμεν θεαταί μιας τών μεγαλυτέρων επιθέσεων τής νεωτέρας εποχής, καθότι αι δυνάμεις μας θα ανοιχθούν εις μήκος 15 χιλιομέτρων. Φαντασθήτε μεγαλοπρέπεια πολεμικού θεάματος και εκεί κάπου ο ρυθμικός κρότος τών πολυβόλων μας θα χάνεται από τον εκκωφαντικόν κρότον 400 οβίδων (ως υπολογίζεται ριπτομένων κατά 1 λεπτόν).
Πέριξ ακούει κανείς ένα πανηγύρι, βασιλεύει απ’ άκρου εις άκρον μία ευθυμία απερίγραπτος, διότι σήμερον κατά την αναχώρησίν μας εμοιράσθη αρκετόν κονιάκ και έτσι τώρα σε όλον τον δρόμο γίνεται ένα πανδαιμόνιον από «Χιώτισσες μικρές παπαδοπούλες» και «Ζιχνήδες που γένηκαν κουρέλι κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Βλέπετε η Χίος είναι η ζωηρωτέρα των αναμνήσεών μας ακόμη. Τι δε να πω για με που διαρκώς σας έχω στο μυαλό μου; Διαρκώς νομίζω πως είμαι εν ονείρω και δεν θέλω ακόμη να πιστεύσω ότι έφυγα από το ωραίο νησί σας δια παντός.
Αυτήν τη στιγμήν κάποιος μίμος έκαμε και τον περίφημον Φραγκόπουλον καθ’ ην στιγμήν απήγγελλεν στίχους εις την παραλίαν και εγέλασα με την καρδιά μου.
Ήθελα να γράψω περισσότερα αλλά γράφω με το πλευρόν και πιάστηκε η ωμοπλάτη μου. Με την ελπίδα ότι θα σε επανίδω κάποτε.

Σε φιλώ
Ο φίλος σου

Γ. Π. Δ.
[Εφημερίδα «ΠΑΓΧΙΑΚΗ», Ιανουάριος 1913]

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

3) ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

Πώς έγινεν η επίθεσις. –Οι στρατιώται μας ορμούν ως λέοντες. –Τα κανόνια τού Αλή Πασά. –Μία ωραία περιγραφή τών Ιωαννίνων.
___________________________
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 28 Φεβρουαρίου 1913
Αγαπητέ μου Κ…
Επί τέλους οι κόποι και αι κακουχίαι ετελείωσαν. Εκείνο όπερ εθεωρούμεν όνειρον έγινε πραγματικότης, και με μεγάλην μου χαράν σού γράφω από τα Ιωάννινα.
Τώρα σού γράφω ολίγας λέξεις περί της γενικής επιθέσεως και της καταλήψεως τών Ιωαννίνων.
Ο ελευθερωτής τής αγαπητής Χίου στρατός επέπρωτο να εισέλθη πρώτος εις την Ηπειρωτικήν πρωτεύουσαν. Ένα βράδυ έξαφνα, ύστερα από ένα άγριο και μανιασμένο βορρηά και μια πανδαισίαν χιόνος, ελαμβάνομεν την διαταγήν, ότι την επομένην εγκαταλείποντες το χωρίον Κοπάνι (κάτωθεν υψωμάτων Μανωλιάσης και Προφήτου Ηλία) θα εκάμνομεν κυκλωτικήν κίνησιν προς κατάληψιν Τσούκας και Αγίου Νικολάου.
Πρωί πρωί εκινήσαμεν και διαβαίνοντες τοποθεσίας αγρίου μεγαλείου εφθάσαμεν αργά την εσπέραν εις χωρίον Τσαρίτσαιναν. Αλλά τι να σου ειπώ. Οδός δεν υπήρχε, η χιών κρυσταλλωμένη εις το έδαφος μάς έκαμνεν να πίπτωμεν εις έκαστον βήμα. Τα ζώα ήσαν μαρτύριον κινδυνεύοντα ανά πάσαν στιγμήν να χαθούν εις βαθείας χαράδρας. Τίποτε το καλόν δεν προοιωνίζετο η πορεία εκείνη.
Την νύκτα εκοιμήθημεν ή μάλλον εξενυκτήσαμεν πέριξ μεγάλων πυρών, λόγω τού υπερβολικού ψύχους.
Ελησμόνησα να σου γράψω ότι την ημέραν αυτήν παρέστημεν θεαταί μεγαλοπρεπούς θεάματος. Ισχυρός βορράς εις τας κορυφάς τού χιονοσκεπούς Ολύτσικα πνέων εγένετο αίτιος χιονοστροβίλων. Φαντάσου να βλέπης εις ύψος μεγάλον λευκόν όγκον κινούμενον ακριβώς ως οι ανεμοστρόβιλοι τής ξηράς.
Την επομένην 19ην εβαδίσαμεν μέχρι τής 3ης απογευματινής και εμείναμεν εν αναμονή εις τι χωρίον Μαουσσούς μέχρι τής 7ης εσπερινής. Ήδη είχομεν υπερβή κατά το ήμισυ τον περίφημον Ολύτσικα, δεν έμενε πλέον ή μικρόν μέρος και έπειτα μία μικρά πεδιάς, αφ’όπου βαδίζοντες έδει λίαν πρωί να εκάμνομεν επίθεσιν δια της λόγχης κατά των υψωμάτων Αγίου Νικολάου και Τσούκας όπου τα εχθρικά πυροβολεία. Κατά την εις το χωρίον στάθμευσίν μας μ’όλην μου την σωματικήν εξάντλησιν, έλαβον τον καιρόν να θαυμάσω την μεγαλοπρέπειαν τών ενδόξων εκείνων ορέων. Μακράν εις τον ορίζοντα ένα κομμάτι αντιπροσωπεύει τον Αμβρακικόν, δεξιώτερα ως εν πανοράματι η κωνοειδής τής Κιάφας κορυφή και κατά σειράν τα άλλα υψώματα, τα απρόσιτα τού Σουλίου, λευκά, αιχμηρά, άγρια και μεγαλοπρεπή. Εκεί ιστάμενός τις αισθάνεται δέος προ της μεγαλουργείας δεν γνωρίζει τι να θαυμάση.
Η νυξ ήλθε, νυξ παγερά και ασέληνος. Βαδίζομεν, βαδίζομεν ακαταπαύστως και την πρωίαν μάς επισκέπτονται αι πρώται και μοναδικαί εχθρικαί οβίδες. Μοναδικαί λέγω διότι το τάγμα Κουβέλη και οι λόχοι 9ος και 12ος του 7ου Συντάγματος καταλαμβάνουσι τάχιστα τα πυροβολεία του και εκτοπίζουσι τούς εχθρούς μη προφθάσαντες ούτε τα όπλα να πάρουν. Είτα εξακολουθεί μία δαιμονιώδης προέλασις αι πεπτωκυίαι δυνάμεις αναζωπυρούνται και ουδείς παραπονείται. Όλοι έχουν την πεποίθησιν ότι βαδίζομεν πλέον οριστικώς δια τα Ιωάννινα.
Και όντως την 4ην απογευματινήν, οτέ πολεμούντες, οτέ βαδίζοντες αφήνομεν πλέον τα υψώματα κατερχόμενοι εις Ιωάννινα και δη εις χωρίον Κοσμερά όπου συγκεντρούται η φάλαγξ, λόγω του ότι το μικτόν σώμα τού Μαλάμου βαδίζει δεξιώτερον προς κατάληψιν πυροβολείων Σαδοβίτσης με την 4ην Μεραρχίαν, προελάσασαν από Μανωλιάσης και σχηματίζομεν προφυλακάς διότι η νυξ μάς κατέλαβε.
Εν τω μεταξύ ο εχθρός πανικόβλητος υποχωρεί από Σαδοβίτσης. Τα οχυρώματα Καστρίτσης και Μπιζανίου, όπισθεν τών οποίων ευρισκόμεθα δεν βάλλουν πλέον. Κάτω εις την δημοσίαν οδόν ακούεται κρότος και φωναί υποχωρούντων.
Ελησμόνησα να είπω ότι ημέτερον ιππικόν προελάσαν το απόγευμα εις την πόλιν εγένετο αιτία τής τελικής σκέψεως τού Εσσάτ όπως παραδοθή το ταχύτερον. Μόνον τμήματά τινα αποχωρούν ατάκτως όπως ενωθούν με τα συντρίμματα τού Ριζά πασσά, των πανικοβλήτων εκείνων τού Σαρανταπόρου και του Σύροβιτς.
Δεν θα βραδύνουν και αυτοί να πιουν τον καφέν τους εις το Ακταίον, μου φαίνεται δε ότι ημείς και πάλιν προοριζόμεθα δια την καταδίωξίν τους.
Την επομένην εισερχόμεθα περί την 3ην μ.μ. εις την πόλιν εκτελέσαντες μεγάλην εκκαθαριστικήν προς τ’αριστερά κίνησιν.
Μας υποδέχονται με το τοπικόν ιδίωμα «καλώς ορίσαταν, καλώς ορίσαταν ορέ παιδία», περιποίησις μεγάλη, φωναί, ζήτω, αλλαλαγμοί.
Αυτήν την στιγμήν καθισμένος στην ιδίαν στρογγυλήν σκηνήν με γραφείον ένα κιβώτιον τών πολυβόλων έχω απάναντί μου ένα θαυμάσιον θέαμα, διότι ως και άλλοτε σού έγραφα η χώρα δεν στερείται φυσικών καλλονών.
Η λίμνη εις απόστασιν χιλιομέτρου απλώνει τα γαλανά της νερά ήσυχα ήσυχα. Τόσον απαλά ώστε να χύνη και στης ψυχές μας μια γαλήνη και να μας κάμνη να ονειροπωλώμεν. Μέσα της αντικατοπτρίζει ένθεν μεν τους υψηλούς και χιονοσκεπείς τής Ηπείρου γίγαντας ένθεν δε την ιστορικήν νησίδα και την πόλιν τών Ιωαννίνων περιεζωσμένην με το φρούριον τού Αλή Πασσά.
Κατακαϋμένη λίμνη! Τι μυστήρια έχεις κρύψη στο βάθος σου! Αντιπροσωπεύεις ένα μικρό Γιλδζ επί Αλή Πασσά. Και εκεί στο ωραίο σου νησάκι ένα λευκό σπητάκι αν και κατάλευκο μοιάζει σαν κοιλίς. Αυτού ωργίαζε το τέρας και αυτού μέσα πάλιν παρέδωκε την μιαράν του ψυχήν. Εκεί επάνω στο αντικατοπτριζόμενον φρούριον ας έχη γαίαν ελαφράν. Εκεί εν μέσω τών απείρων πυρομαχικών σου, αγρία ψυχή τού Αλή πασά, ευρέ την ησυχίαν πλέον. Όσον και αν φρυάξης ο Θεός τού Ισλάμ δεν υπάρχει πλέον δια σε. Η ημισέληνος δεν θα κυματίση ποτέ πλέον επί των επάλξεων τών ημικατεστραμμένων κάστρων σου και τα οξυδωμένα πυρομαχικά σου θα μείνουν αυτού αντιπροσωπεύοντα την αγρίαν και απολίτιστον εποχήν σου. (Εύρομεν ενταύθα τα πυρομαχικά τού Αλή Πασά, μπάλες διαφόρων μεγεθών αμέτρητες). Και θα έχης σύντροφον τής βαθείας νυκτός τον νεώτερον αδελφόν σου τον Τζαβήν μπέην δια να σου διηγείται τα άθλα τών αθλίων γιουνανλήδων, των Μεγάλων Ελλήνων!

Σε φιλώ ο φίλος σου

Γ. Π. Δης
[Εφημερίδα «ΠΑΓΧΙΑΚΗ», Μάρτιος 1913]

ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ - ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ


2) ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ - ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

Ο βίος εις την Ήπειρον. – Κρύο διαβολεμμένο. – Παρά τας όχθας τού Λούρου. – Και αεροπλάνον. – Το τάγμα τού Κουβέλη. – Το περίφημον «Χαμητιέ». – Σεφκέτ ο Νεότουρκος. – Διαζύγιον με τον θάνατον.
______________________________________

ΠΙΣΑΤΟ, 10 ή 11 ή 12 Ιανουαρίου 1913(!)
Αγαπητέ Κ…
Έχομεν χάση την ημερομηνίαν. Περνάμε πολύ άσχημα.
______________________________________

ΚΟΠΑΝΙ, 25 Ιανουαρίου 1913.
Αγαπητέ μου Κ…
Ο τόπος τον οποίον διήλθομεν είναι κατ’ εξοχήν ορεινός. Ωχριά το υψικόρυφον Αίπος(1) προ των ατελειώτων και χιονοσκεπών Τζουμέρκων, Ζαλόγγων, Λύτσικο και λοιπών ατελευτήτων οροσειρών τής Ηπειρωτικής μας χώρας. Εις την αρχήν λαβόντες την δημοσίαν οδόν από Πρεβέζης, άγουσαν εις Ιωάννινα και με καλόν αρκετά καιρόν διήλθομεν ολίγας ώρας ευχαρίστους και παρηγορητικάς. Οι στρατιώται ελησμόνουν σχεδόν την Χίον αναπαυόμενοι παρά την κοίτην τού Λούρου.
Ήτο μαγεία να σταθή κανείς δι’ ολίγα λεπτά και να απολαύση τής φύσεως εκείνης. Εδώ η οδός σαν μια λευκή κλωστή τεντωμένη στην απότομον κλιτύν τού όρους, απέναντι απορρώγες εκπλήττοντος μεγαλείου (επ’ αυτών πολλάκις και ίχνη προϊστορικής εποχής).
Κάτω εις βάθος 200 βημάτων γλυκύς και υπόκωφος ήχος ρεόντων υδάτων αναμιγνυόμενος με των πουλιών το γλυκύ άσμα. Αλλού διηρχόμεθα πολύ πλησίον τού Λούρου και τότε νέοι ορίζοντες δια τον παρατηρητήν. Με δυό λόγια καλλοναί άξιαι θαυμασμού.
Αλλ’ επληρώσαμεν πολύ κακά τον ρεμβασμόν αυτόν από του Εμίν Αγά και άνω. Φθάνει να σου ειπώ ότι έπαθα και ψύξιν τών ποδών και εκινδύνευσα να εξαντληθώ τελείως εις την αφιλόξενον ταύτην γην.
Τώρα από 4-5 ημερών μένομεν ενταύθα είναι δυό ημέραι τώρα που λαμπρός ο ήλιος μας αναζωογονεί. Καθ’ όλην την γραμμήν κρατούμεν τας θέσεις μας με προφυλακάς. Αυτήν την στιγμήν διήλθεν άνωθέν μας εν αεροπλάνον.

______________________________________
 
ΚΟΠΑΝΙ, 1 Φεβρουαρίου 1913

Αγαπητέ μου Κ…
Το τάγμα τού Κουβέλη μετέβη δια προφυλακάς εις πλησιόχωρον μέρος οπόθεν επανήλθε χθες το βράδυ. Σήμερον το πρωί ανεχώρησε πάλιν το τάγμα Κουβέλη μεταβαίνον εις συνάντησιν τού 1ου Συντάγματος και ήλθεν εις ημάς το από Θεσσαλονίκης αποχωρισθέν 2ον τάγμα.
Σφοδρόν ψύχος και ισχυρός pounentes με εκράτησεν υπό το αντίσκηνον μέχρι τής 9 π.μ.
Δεν γνωρίζω αν έφθασαν μέχρις αυτού αι επιστολαί μου αφ’ ου μάλιστα το περίφημον «Χαμηδιέ» ενέσπειρε πανικόν εις την …Ερυθράν Θάλασσαν και το στενόν τού Σουέζ. Τώρα θα μου επιτρέψης να σου μεταδώσω και μίαν είδησιν. Προ ολίγου επίσημος είδησις τού στρατηγείου ανήγγειλεν εις ημάς ότι Σεφκέτ ο Νεώτερος, αν και προ πολλού Νεότουρκος, εζήτησεν την επέμβασιν τών Δυνάμεων. Τι ειρωνεία αλήθεια δι’ εν κράτος να είναι εν κράτει και μάλιστα εις τοιαύτας περιστάσεις.
Αλλά μη μιλής καθόλου. Αι ανοησίαι των θα σας κάμουν ένα ωραίον ελληνικόν νομόν πράγμα που θα μας ευχαριστήση υπερβολικά. Δεν θα ήτο κρίμα η ωραία νύμφη τού Αιγαίου η φιλόξενος και μυρίπνοος, μέχρι τής χθες «Χίος δούλη» να γίνη αυτόνομος και όχι Ελλάς;
Καλώς θα ηνόησες προ πολλού έκαμα διαζύγιον με τον θάνατον.

Γ. Π. Δης.
[Εφημερίδα «ΠΑΓΧΙΑΚΗ», Φεβρουάριος 1913]
_____________
(1) Βουνό τής κεντρικής Ανατολικής Χίου, του οποίου το ύψος είναι ασήμαντο μπροστά σ’ αυτό τών ηπειρωτικών βουνών. Στο Αίπος, το Νοέμβριο τού 1912, διεξήχθησαν σφοδρότατες μάχες κατά τών Τούρκων από τους πολεμιστές οι οποίοι στο τέλος Δεκεμβρίου 1912 μετέβησαν στα Γιάννενα. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο συγκεκριμένος. 

Ο Γιαννιώτης Αϊ Γιάννης

[μαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1526 μ.Χ.]
Bληθείς καμίνου εν μέσω Iωάννη,
Xριστώ προσήδες ύμνον ευχαριστίας.

Δεκὰτ Ἰωάννης ὀγδοάτηῃ δέμας ἀπηνῶς καύθη.




Του Χρήστου Χρηστοβασίλη

Όταν έπεσαν τα Γιάννινα στα χέρια του Σουλτάν Μουράτ, κατά τα 1431, δηλαδή είκοσι δυο χρόνια πριν παρθεί η Πόλη, οι Χριστιανοί Γιαννιώτες, επειδή είχαν υποταχτεί θεληματικά στον Τούρκο, και συνθηκολογήσει μ’ αυτόν, διατήρησαν το προνόμιο να κάθονται στο Κάστρο, μαζί με τους παλιούς τους Εβραίους. Οι Τούρκοι, οι εφτά Φατήχηδες έχτισαν σπίτια έξω από την κεντρική θύρα του Κάστρου, όπου κατοικούσαν κι όσοι άλλοι Τούρκοι έρχονταν από τότε είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ως στρατιωτικοί και μαζί μ’ αυτούς κι’ οι νέοι Εβραίοι κι’ όσοι άλλοι Χριστιανοί έρχονταν να εγκατασταθούν στα Γιάννινα, από ξένα μέρη, είτε από Ηπειρωτικά χωριά, γιατί δεν περίσσευε χώρος να χτίσουν σπίτια μέσα στο Κάστρο. Έτσι σχηματίστηκαν ξεχωριστοί συνοικισμοί, χώρια οι τούρκικοι, χώρια οι χριστιανικοί και χώρια οι εβραϊκοί κι’ οι γύφτικοι.

Το προνόμιο αυτό, του να κατοικούν οι χριστιανοί Γιαννιώτες μέσα στο Κάστρο, τώχουν χάσει στα 1611, όταν έγινε η επανάσταση του Διονυσίου του Σοφού, που προσωνομάστηκε ύστερα για τούτο από τους Τούρκους Σκυλόσοφος. Έτσι βγήκαν οι χριστιανοί από το Κάστρο, και μπήκαν οι Τούρκοι, έπιασαν τα χριστιανικά σπίτια, γκρέμισαν τες εκκλησιές και τα μανναστήρια που ήταν εκεί κι’ έχτισαν τζιαμιά στην θέση τους.
Μια από τες χριστιανικές συνοικίες, που είχαν χτιστεί τότε έξω από το Κάστρο, πριν διωχτούν απ’ εκεί οι χριστιανοί, ήταν κι η συνοικία του Πλιθοκοποιού. Εκεί κατά τα 1520 ζούσε μια φτωχή οικογένεια, απ’ έναν πατέρα, μια μάννα κι’ ένα παιδί, που λέγονταν Γιαννάκης. Είχαν το σπιτάκι τους κοντά στο σημερινό Γυμναστήριο, που σώζονταν ως τες ημέρες του πάππου μου, αλλ’ είναι τώρα χρόνια, που δεν μπόρεσε να το διατήρηση πλειο η χριστιανική ευσέβεια της συνοικίας, που το θεωρούσε ως κειμήλιο ιερό. Στα 1855 καταστράφηκε τέλεια, το μάχονταν από την μια την μεριά, ο τούρκικος φανατισμός κι’ από την άλλη εκείνοι που διατηρούσαν εκεί τα πλιθοκοποιά.
Ο Γιαννάκης σ’ ηλικία δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών ήταν θαύμα ομορφιάς. Νόμιζε κανείς ότι δεν ήταν γεννημένος στον κόσμο τούτον, αλλ’ είχε πέσει, σαν αστέρι από τον ουρανό και σκαντάλιζε τα βάσκανα μάτια των Τούρκων, οι οποίοι, αν κι’ είχαν λίγα χρόνια που είχαν αρνηθεί τον Χριστιανισμό, έρεπαν σ’ όλες τες αμαρτίες των Ασιανών Τούρκων. Άλλοι Τούρκοι τον προσωνόμαζαν αυγερινό, άλλοι φεγγάρι κι’ άλλοι ήλιο.
Λέγουν πως μια μέρα πιάστηκαν πεντέξι Τούρκοι εξ αιτίας του, μαχαιρώθηκαν και σκοτώθηκαν στην βρύση, που αφορμής από το γεγονός αυτό ωνομάστηκε «Κανλή Τσιεσμέ» ήτοι αιματωμένη βρύση, που οι Τουρκογιαννιώτες το παρέφθειραν σε «Καλούτσιανη», από την οποία βρύση πήρε τ’ όνομα όλη η συνοικία, που είχε αρχίσει να κατοικιέται, σωζόμενη ως τα σήμερα. Αυτός ο πολλαπλός φόνος συντάραξε τους Τουρκογιαννιώτες κι’ αποφάσισαν, κατόπιν ιερού φετβά να παραδώσουν τον Γιαννάκη ως ηθικόν αυτουργόν στον κατή για να τον καταδικάσει εις θάνατον. Αλλ’ η Μητρόπολη τον παρέλαβε νύχτα και κρυφά τον έκρυψε στο Μοναστήρι των Ασπραγέλων του Ντοβρά, για κάμποσον καιρό κι’ ύστερα τον έστειλε στον Πατριάρχη στην Πόλη. Ήταν τότε Πατριάρχης ο Ιερεμίας ο Ζιτσιώτης, ο οποίος τον σύστησε αμέσως σ’ έναν μεγάλον Χριστιανόν ράφτην, για να μάθη την τέχνη και να βγάζει το ψωμί του.
Ο Γιαννάκης είχε μεγάλη επίδοση στην ραφτικήν κι’ ο αφεντικός του βλέποντας τον καλόν, δουλευτάρη και τίμιον νέον, έβαλε με το νου του να τον κάνη γαμπρόν στην μοναχοθυγατέρα του.
Μια μέρα πέρασε από το κατάστημα ο ιμάμης της συνοικίας και παράγγειλε έναν τζιουμπέ. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες ράφτηκε ο τζιουμπές κι’ επιφορτίστηκε ο Γιαννάκης να τον πάγη στο σπίτι του ιμάμη, για να πάρει και την αξία του. Εκείνη την ώρα έλειπε ο ιμάμης στο τζιαμί και τον δέχτηκε η γυναίκα του η οποία, μόλις τον είδε, έμεινε εκστατική από την «ομορφιά του κι’ έβαλε κι’ αυτή με το νου της να τον κάνη γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα της, την Ζουλέϊκα. Δίνοντας τον τζιουμπέ ο Γιαννάκης θέλησε να φύγει και να επιστρέψει στο ραφτάδικο, αλλ’ η ιμάμαινα τον κράτησε με γλυκά λόγια και με γλυκά κεράσματα: αρωματισμένο και χρωματισμένο σερμπέτι και ταούκ-γκιοξού. Σ’ αυτό απάνω έφτασε κι’ ο ιμάμης από το τζιαμί. Έλαβε τον τζιουμπέ, ευχαριστήθηκε και πλήρωσε την αξία του. Ο Γιαννάκης λαβόντας τα χρήματα του τζιουμπέ έφυγε τρεχάτος για το κατάστημα, αφήνοντας στον ιμάμη και στην ιμάμαινα την λάμψη και την γοητεία της ομορφιάς του. Η ιμάμαινα ανεκοίνωσε αμέσως την σκέψη πουχε συλλάβει για τον Γιαννάκη κι’ ο ιμάμης την έγκρινε.
- Βαλαχή! Είπε η ιμάμαινα στον άντρα της, είναι κρίμα νάναι ο Άγγελος αυτός του Αλλάχ γκιαούρης και να πάει στο Τζιεχενέμ η ψυχή του! Πρέπει να γένη μουσουλμάνος κι’ ύστερα θα τον κάνουμε παιδί μας στην Ζουλέϊκά μας…
- Καλά το λες γυναίκα μου, αλλά πρέπει να θέλει και το παιδί να γένη Τούρκος. Δεν γένεται με το στανιό. Ξέρεις τι σκυλιά είναι οι γκιαούρηδες για την ψεύτικη τους θρησκεία; Τους κρεμάς ή τους ρίχνεις στην φωτιά για νάρθουν στην αληθινή μας πίστη κι’ αυτοί δέχονται την κρεμάλα τραγουδώντας ή πηδούν στες φλόγες μέσα χαρούμενοι, για την αγάπη του Ισά.
- Να βρεις τρόπο να ξανάρθει αυτό το γκιαουρόπαιδο στο σπίτι μας κι’ εγώ θα τα καταφέρω!
- Είν’ εύκολος ο τρόπος. Είπ’ ο ιμάμης. Παραγγέλω στον αφεντικό του έναν χιρκά και τ’ αγγελόμορφο παιδί θα μου τον φέρει. Πε μου κι’ εμένα όμως για να ξέρω τι θα κάνη;…
- Να σου ειπώ… θάρθη ο Άγγελος μας με τον χιρκά. Θα τον μπάσω μέσα στον οντά της Ζουλέϊκας, σε λίγο θα μπει μέσα κι’ η Ζουλέϊκά κι’ ύστερα δυο μάρτυρες μουσουλμάνοι θα ιδούν να βγαίνουν από τον οντά ο Άγγελος μας κι’ η Ζουλέϊκά μας, με το πρόσωπο γυμνό, χωρίς τον φερετζιέ της. Οι μάρτυρες θα μαρτυρήσουν αυτό στον κατή, ο κατής θα πιστέψει την μαρτυρία τους, θα τον θεώρηση μουσουλμάνον κι’ εσύ ως ιμάμης θα διαταχτής να τον σουνετέψης.
- Βαλαχή! Πολύ καλά τα λες γυναίκα μου, αλλ’ αν δεν θελήσει;
- Είναι δυνατόν να μην θελήσει, όταν μάλιστα ιδή την Ζουλέϊκά μας; Αν όμως δεν θελήσει, τότε κάχρ ολσούν για να μην χαίρωνται οι γκιαούρηδες τέτοια ομορφιά!
Όπως σχεδίασε η ιμάμαινα έτσι κι’ έγιναν: Πέρασε ο ιμάμης από το ραφτάδικο που δούλευε ο Γιαννάκης και παρήγγειλε τον χιρκά. Ύστερα από δυο μέρες ο Γιαννάκης τον πήγε στο σπίτι του ιμάμη, τον έμπασε η ιμάμαινα στον οντά της Ζουλέϊκας, όπου μπήκε κι’ η Ζουλέϊκά χωρίς τον φερετζιέ της, ύστερα ο ιμάμης, η ιμάμαινα, η Ζουλέϊκά οι δυο μάρτυρες κι’ ο Γιαννάκης μπροστά στον κατή, διαδικασία και καταδίκη του Γιαννάκη εις θάνατον, αν δεν θελήσει να σουνευτή και να γένη μουσουλμάνος.
Ο Γιαννάκης διαμαρτυρήθηκε ότι είναι χριστιανός και δεν αλλάζει την χριστιανική του πίστη κι’ ο κατής διέταξε την προφυλάκιση του, με την κατηγορία ότι είχε σχέσες με μουσουλμάνα και ότι της είχεν υποσχεθεί να γένη μουσουλμάνος και να την συζευχθή.
Έμαθε όλα αυτά ο αφεντικός του Γιαννάκη, έτρεξε στον Πατριάρχη Ιερεμία και του ανέφερε το κακό που βρήκε το αθώο παιδί. Ο Πατριάρχης λυπήθηκε κατάκαρδα μαθόντας τα κι’ έστειλε αμέσως στην φυλακή τον Μέγα Πρωτοσύγκελο να πληροφορηθεί πως είχε γίνει η κατηγορία του και να τον ενίσχυση στον ιερόν αγώνα του Χριστού. Ο Γιαννάκης εξωμολογήθηκε στον Μέγα Πρωτοσύγκελο όλην την αλήθεια, ότι δεν είχε καμιά σχέση με την κόρη του ιμάμη κι’ ότι όλη αυτή την σκευωρία την έπλεξαν η ιμάμαινα κι’ ο ιμάμης, που είχαν βαλθεί να τον τουρκέψουν, για να τον κάνουν γαμπρό κι’ εβεβαίωσε τον απεσταλμένον του Πατριάρχη ότι θα υπόμενε κάθε μαρτύριο, όσο σκληρό κι’ αν θα ήταν και θ’ απέθνησκε ηρωικά προς δόξαν του Χριστού!
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Όλος ο Χριστιανικός Κόσμος της Πόλης πήγαινε στες εκκλησιές για ν’ ακούσει τα πάθη του Χριστού. Ο Γιαννάκης πάθαινε τα πάνδεινα στη φυλακή για την αγάπη του Χριστού: δαρμούς, σουβλιά στα νύχια των χεριών και των ποδιών του και δαγκάματα των κρεάτων του με τανάλια. Κι’ όμως απαντούσε στους τυράννους του τούρκικα:
- Μπεν χριστιάν ντογντούμ, βε χριστιάν ολετζιέηλε!
Την άλλη μέρα, άγια και Μεγάλη Παρασκευή, ήρθαν στην φυλακή ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την θυγατέρα τους την Ζουλέϊκά και παρακαλούσαν με αληθινά δάκρυα τον Γιαννάκη ν’ αρνηθεί την πίστη του Χριστού και να γίνει Τούρκος, να γλυτώσει την ζωή του και ν’ απόλαψη όλα τ’ αγαθά του Κόσμου, δόξες και τιμές αλλ’ ο Γιαννάκης τους απαντούσε με ιερόν θυμόν κι’ ιερήν αγανάκτηση:
- Η πίστη του Χριστού μου είναι η αληθινή, η δική σας είναι ψεύτικη και πεθαίνω ευχαρίστως για τον Χριστό, που πέθανε σαν σήμερα απάνω στον Σταυρό για την σωτηρία του Κόσμου.
Έφυγαν βαρύθυμοι ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την κόρη του και πήγαν και παρακάλεσαν τον κατή ν’ αναβάλει την εκτέλεση της θανατικής ποινής του Γιαννάκη για οχτώ μέρες και να διάταξη να μην τον τυραννούν ως εκείνην την ημέρα, με την ελπίδα ότι ενδέχονταν ν’ αλλάξει γνώμη και να γένονταν Τούρκος. Τον αγαπούσαν και τον συμπονούσαν αληθινά, αν κι’ αυτοί ήταν οι αίτιοι των βασάνων του και του επικείμενου θανάτου του. Και ποιος πατέρας και ποια μάννα δεν θα ήθελαν να κάνουν γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα τους έναν επίγειον άγγελον, σαν τον Γιαννάκη;
Την ημέρα του Μεγάλου Πάσχα τώστειλε ο Πατριάρχης μ’ έναν διάκο του δέκα κόκκινα αυγά, μια πλάτη ψημένου αρνιού και τρεις προσφορές της πατριαρχικής λειτουργίας μαζί με μήνυμα να μείνει ακλόνητος στην πίστην του Χριστού, πράγμα πολύ τολμηρό σ’ εκείνον τον καιρό που βασίλευε στες δυο Ήπειρες και στες δυο θάλασσες ο Σουλτάν Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ο μεγαλύτερος Σουλτάνος της Τουρκίας, πούχε εκτείνει τες κατάκτησες του, από την μια μεριά προς την Δύση ως την Βιέννη κι’ από την άλλη, προς την Ανατολή, ως το κέντρο της Περσίας. Αληθινά πολύ τολμηρό σ’ εκείνους τους μαύρους καιρούς για το ελληνικόν Έθνος που δεν άξιζε πλειότερο από ένα κρομμύδι το κεφάλι ενός χριστιανού ραγιά.
Μόλις έλαβε τα πατριαρχικά δώρα ο Γιαννάκης, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι’ άρχισε να ψάλλει το «Χριστός ανέστη». Τόψαλλε με τέτοια ψυχική διάθεση κι’ ευχαρίστηση, που έκανε τους δήμιους του να εκπλαγούν για την αγγελική του φωνή και μην εννοώντας την γλώσσα μας, να τον παρακαλούν να το λέγει όσες φορές ήθελε την ημέρα και την νύχτα, γιατί δεν ήξεραν ότι εκείνο που νόμιζαν αυτοί ωραίο τραγούδι ήταν το πρώτο και το μεγάλο σάλπισμα της ανάστασης του Χριστού και της σωτηρίας του ανθρώπινου Γένους!
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας, για να σώσει τον πατριώτη του τον Γιαννάκη, πήγε ως τον Μέγαν Βεζύρην Ιμπραχήμ-πασιάν, Παργηνόν εξωμότην, ευνοούμενον και δεξί χέρι του Σουλτάνου Σουλεϊμάν αλλ’ ήταν φευγάτος εκείνες τες ημέρες για την Ουγγαρία και την Αυστρία. Αυτός, αν και εξωμότης βοηθούσε πάντα τους Χριστιανούς όταν μπορούσε να το κάνη, χωρίς να εκτεθεί στα μάτια των Τούρκων. Μ’ αυτά δεν είχεν απομείνει άλλο για τον καϋμένον το Γιαννάκη, παρά το μαρτυρικό στεφάνι που θα φορούσε την Παρασκευή της Πασκαλιάς.
Ξημέρωσε κι’ η Παρασκευή της Πασκαλιάς!
Ο Γιαννάκης ετοιμάστηκε για να υποστεί την θανατική του καταδίκη, μην θέλοντας ν’ αρνηθεί τον Χριστόν του, με όσες δελεαστικές προτάσες τώστελναν στην φυλακή ο ιμάμης κι’ η ιμάμαινα κάθε μέρα. Την ορισμένη ώρα παρουσιάστηκαν εκεί, ο κατής, ο ιμάμης με την ιμάμαινα, οι δυο Τούρκοι μάρτυρες κι’ ένας παπάς των Πατριαρχείων με την θείαν κοινωνίαν για να μεταλάβει τον μελλοθάνατον μάρτυρα, αν θάμενε ως την τελευταία στιγμή σταθερός στην πίστη του Χριστού.
Στες φυλακές εκείνην την ιερήν στιγμήν επάλευαν ο Χριστιανισμός με τον Μωαμεθανισμόν, ο Ελληνισμός με τον Τουρκισμόν, η Εκκλησιά με το Τζιαμί, η Αδυναμία με την ισχυρή Βία, και το Φως της Ελευθερίας με το Σκότος της Δουλείας και της βαρβαρότητας !…
Ο κατής ερώτησε τον κατάδικον Γιαννάκην:
- Εξακολουθάς ν’ αρνιέσαι τον αληθινόν Προφήτην του Θεού Μωαμέτην;
Κι’ ο Γιαννάκης απάντησε θαρραλέος:
- Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα, τον υιόν του Ιησούν Χριστόν και το Άγιον Πνεύμα και σε κανέναν άλλον!
Ύστερα ο κατής στρεφόμενος προς τους δυο Τούρκους μαρτύρους, τους ερώτησε:
- Τον είδατε εσείς, με τα μάτια σας τον κατηγορούμενον, να βγαίνει απ’ αυτόν τον οντάν με την θυγατέρα του ιμάμη Ζουλέϊκαν, χωρίς να φοράει τον φερετζιέ της;
Κι’ οι μάρτυρες αποκρίθηκαν:
- Βαλλαχή! Μπιλιαχή! Τον είδαμε να βγαίνει από τον οντά, μαζί με την θυγατέρα του ιμάμη, χωρίς τον φερετζιέ της.
Τότε ο κατής είπε στον παπά του Πατριαρχείου, που περίμενε με το αρτοφόρι:
- Είναι δικός σας και κάνετε ό,τι ορίζει η ψευτοθρησκεία σας.
Ο παπάς πρόσφερε στον μελλοθάνατον κατάδικο την θείαν κοινωνίαν, σάρκα κι’ αίμα του Χριστού κι’ έψαλε κλαίοντας το «Μετά πνευμάτων δικαίων την ψυχήν του δούλου σου του Ιωάννου, Σώτερ, ανάπαυσον …»
Ο κατής έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τον τυπικόν γιαφτά και τον κρέμασε στον λαιμό του Γιαννάκη. Ο γιαφτάς έλεγε: «Επειδή ο Γιαννιώτης Γιαννάκης αρνήθηκε ν’ αναγνώριση τον αποσταλμένον του αληθινού Θεού πεϊγαμπέρ Μωαμέτη, καταδικάζεται να καεί ζωντανός. Έτσι τιμωρούνται όσοι αρνιούνται την αληθινήν πίστην του θεού και του προφήτη του Μωαμέτη».
Στην αυλή της φυλακής είχεν αναφτεί μια μεγάλη φωτιά. …
Έφεραν εκεί οι δήμιοι τον αγιασμένον νεομάρτυρα Γιαννάκη της συνοικίας του Πλιθοκοποιού του Γιαννίνου και τον έρριξαν απάνω στες φλόγες, ενώ αυτός έψαλε χαρούμενος:
- «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο παπάς γύρισε στο Πατριαρχείο περίχαρος για τον θρίαμβο και την νίκη της Χριστιανικής θρησκείας, κι’ ο κατής με τον ιμάμη, την ιμάμαινα και τους δυο μαρτύρους έφυγαν κατησχημένοι.
Μαθόντας ο Ζιτσιώτης Πατριάρχης Ιερεμίας το μαρτύριο του συμπατριώτη του Γιαννάκη, εθαύμασε την σταθερή του πίστη προς τον Χριστόν κι’ η Μεγάλη Εκκλησία τον εκήρυξε άγιο και τον γιορτάζει στες 18 Απριλίου.
______________________
 Aπό το βιβλίο του Χρήστου Χρηστοβασίλη: «Γιαννιώτικα διηγήματα», των εκδόσεων Ροές.
______________________________________

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε, τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι, ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.

Ὁ Οἶκος
Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾶ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

Μεγαλυνάριον
Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.

Αφιέρωμα στη ΝΕΤ για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Ηπείρου


100 χρόνια ελεύθερη Ήπειρος

Στη Μηχανή του Χρόνου με τον Χρίστο Βασιλόπουλο. 
Έκτακτη δίωρη επετειακή εκπομπή.
Πέμπτη 11 Απριλίου 2013 - απόγευμα: 16.00-18.00, στη ΝΕΤ.


Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Ηπείρου, η «Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει σε δύο εκπομπές- ντοκιμαντέρ για τις θρυλικές μάχες των οχυρών του Μπιζανίου που ολοκλήρωσαν το διπλασιασμό των συνόρων της Ελλάδας κατά τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.
Τα γυρίσματα της εκπομπής, που κράτησαν πολλούς μήνες, έγιναν στα πεδία των μαχών, ενώ για τις ανάγκες της ιστορικής αφήγησης έγιναν αναπαραστάσεις με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού πολιτών και στρατιωτικών.
Δείτε το Τρέιλερ της εκπομπής:


Α΄ μέρος: ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
Β΄ μέρος: O ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ

Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Ηπείρου, η «Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει σε δύο εκπομπές- ντοκιμαντέρ για τις θρυλικές μάχες των οχυρών του Μπιζανίου που ολοκλήρωσαν το διπλασιασμό των συνόρων της Ελλάδας κατά τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.




 Στο πρώτο μέρος η έρευνα επικεντρώνεται σε μια άγνωστη σελίδα των Βαλκανικών πολέμων: στο έπος των εθελοντών μαχητών, που συνέρρευσαν από την πρώτη στιγμή στα στρατολογικά γραφεία για να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Βουλευτές άφησαν τα έδρανα της βουλής και ντύθηκαν στο χακί, μαζί με γιους αλλά και κόρες πρωθυπουργών, ολυμπιονίκες, δημάρχους και κυρίες της αριστοκρατίας των Αθηνών. Ακόμα και μετανάστες στην Αμερική πούλησαν όσο-όσο τις επιχειρήσεις τους και έκαναν το υπερπόντιο ταξίδι για να πολεμήσουν. Ξεχωριστή σελίδα αποτελεί η άγνωστη ιστορία του τάγματος των Γαριβαλδινών από την Ιταλία, οι «διεθνείς ταξιαρχίες της Ελλάδας», που συντάχτηκαν με αυταπάρνηση στο αγώνα των Ελλήνων και πολλοί από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πανίσχυρα οχυρά του Μπιζανίου, οργανωμένα αριστοτεχνικά από γερμανούς επιτελικούς.



Εμβληματικός ήταν ο θάνατος του ποιητή και βουλευτή Λορέντζου Μαβίλη, που ξεψύχησε στις παρυφές των Ιωαννίνων με τα λόγια: «δεν περίμενα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου για την Ελλάδα».
Το δεύτερο μέρος μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και απόρρητα έγγραφα που προβάλλονται για πρώτη φορά, ρίχνει φως στην πεντάμηνη πολιορκία που προηγήθηκε της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Οι καιρικές συνθήκες και τα παρασκηνιακά διπλωματικά παιχνίδια έφτασαν τον ελληνικό στρατό στα όριά του, ενώ παράλληλα, στην πολιορκημένη πόλη που υπέφερε από την πείνα, διαδραματιζόταν ένας άλλος πόλεμος, υπόγειος και εξίσου επικίνδυνος: ο πόλεμος των κατασκόπων. Άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων, αγνόησαν τις αγχόνες των τούρκων και στρατολογήθηκαν στο κατασκοπευτικό δίκτυο. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η προσφορά του Νικολάκη εφέντη, ομογενή αξιωματικού από τη Μικρά Ασία, που υπηρετούσε σε ανώτερα κλιμάκια του τουρκικού στρατού και πλήρωσε τις πληροφορίες που έδωσε με τη ζωή του.



Στην τελική επίθεση δεν υπήρξε κανείς που να μην προσέφερε: οι γυναίκες της ηπείρου ανέβασαν κανόνια στις απόκρημνες κορυφές των βουνών, οι κατάσκοποι διέσπειραν ψευδείς πληροφορίες για το παράτολμο σχέδιο των Ελλήνων επιτελικών και οι εύζωνες με τη γενναιότητά τους κατάφεραν να φέρουν ξανά τη γαλανόλευκη στους ιστούς της ιστορικής πόλης.
Τα γυρίσματα της εκπομπής, που κράτησαν πολλούς μήνες, έγιναν στα πεδία των μαχών, ενώ για τις ανάγκες της ιστορικής αφήγησης έγιναν αναπαραστάσεις με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού πολιτών και στρατιωτικών.

 

Στην εκπομπή περιγράφουν γνωστά και άγνωστα γεγονότα του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων οι ιστορικοί Βασίλης Αναστασόπουλος, Ιωάννης Παπαφλωράτος, Μαίρη Κωστή, Λίνα Δημητρίου, Κώστας Σταματόπουλος, ο ιστορικός του Μουσείου Μπενάκη Τάσος Σακελλαροπουλος, ο Διευθυντής του ιδρύματος Ελ. Βενιζέλος Νίκος Παπαδάκης, οι πανεπιστημιακοί Γεώργιος Καψάλης, Ιωάννης Σταυρουλάκης, ο αντιστράτηγος ε.α. Σταύρος Δερματάς, ο αντιστράτηγος ε.α. Παναγιώτης Ζάρας, ο αντισυνταγματάρχης Ανάργυρος Καταραχιάς, ο πρόεδρος Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών Κώστας Βλάχος, ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων Αναστάσιος Παπασταύρος, ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Τζόκας, ο Γ.Γ. Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφεων Ηπείρου Αλέξανδρος Φαρμάκης, ο αντιπρόεδρος της Εθνολογικής Εταιρίας Νίκος Ρωκ Μελάς, ο απόγονος της οικογένειας Τσικλητήρα Ηρακλής Τσικλητήρας, ο εκπαιδευτικός Μιχάλης Δάλλας και ο συλλέκτης Πάνος Τσιλίκης.

100 χρόνια Ελεύθερη Ηπειρος. Έκτακτο δίωρο αφιέρωμα.
Στη Μηχανή του Χρόνου με τον Χρίστο Βασιλόπουλο.
Πέμπτη, 11 Απριλίου στις 16.00-18.00 από τη ΝΕΤ. 

Η ιστορία των Ιωαννίνων σε τρεις ομιλίες!



Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Δήμος Ιωαννιτών και το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών διοργανώνουν κύκλο ομιλιών, στην αίθουσα αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας:

• Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
Βαρβάρα Παπαδοπούλου, Προϊσταμένη 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με θέμα:
 «Περί Ιωαννίνων: Νεότερα στοιχεία για τις απαρχές της πόλης» 


• Δευτέρα 15 Απριλίου 2013
Μαρία Παππά, Αρχειονόμος - Ιστορικός Δήμου Ιωαννιτών, με θέμα:
 «Η πόλη των Ιωαννίνων μέσα από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής στο λυκαυγές της απελευθέρωσης»


• Τετάρτη 24 Απριλίου 2013
Γιώργος Σμύρης, Επίκουρος Καθηγητής Παν/μίου Ιωαννίνων ΠΤΕΤ, με θέμα:
 «Ο χώρος της Αρχαίας Δωδώνης: 1913-2013. Ιδεολογικές συνιστώσες στην αποκατάσταση των μνημείων»


Ώρα έναρξης: 7 μ.μ. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.