"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Η διαταγή της καταλήψεως των Ιωαννίνων της 21ης Φεβρουαρίου 1913

Απο την ιστοσελιδα: ΑΒΕΡΩΦ - Διαδυκτιακο θωρηκτο 


«Γενικόν Στρατηγείον, Χάνι Εμίν-Αγά 21-2-13 ώρα 5,50 πρωΐας.
Προς τα 1ον και 2ον τμήματα Στρατιάς, 2 Μεραρχίαν, Διοικητήν πυρ/κού Στρατιάς, Σύνταγμα ιππικού και μοίραν πυροβολικού.

1. Ο τουρκικός στρατός εδήλωσεν ότι παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου άνευ όρων.
2. Συνεφώνησαν όπως πάντα τα Τμήματα υψώσωσι λευκήν σημαίαν, άμα δε τη προσεγγίσει των ημετέρων θα καταθέσωσι τα όπλα και θα παραδίδωνται.
3. Το 2ον Τμήμα Στρατιάς να αποστείλη αμέσως ισχυρόν Τμήμα στρατού, όπως φράξη τας προς Β(ορράν). των Ι.(ωαννίνων) οδούς εις απόστασιν 5 τουλάχιστον χλμ. προς Β.(ορράν) της πόλεως. Το Τμήμα τούτο να μη διέλθη εντός της πόλεως. Τα λοιπά Τμήματα του δευτέρου τμήματος Στρατιάς δεν θα υπερβώσι την γραμμήν Κατσικά – Ραψίστα – Σαδοβίστα.
4. Τα τμήματα της 2ας Μεραρχίας να προχωρήσωσι μέχρι Βοδίβιστας – Πετρώδης λόφος – Αγία Παρασκευή ανατολικώς Χάνι Μπιζανίου.
5. Το 1ον Τμ. Στρατιάς να προχωρήση μέχρι γραμμής Κατσικά – Αγ. Παρασκευή ανατολ. Χάνι Μπιζανίου.
6. Στρατιωτικόν Διοικητήν Ιωαννίνων διορίζω τον υποστράτηγον Σούτσον.
7. Το Σύνταγμα ιππικού να αναχωρήση αμέσως, παραλαμβάνον δε και την εις Βοδίβισταν ίλην να εισέλθη εις την πόλιν των Ιωαννίνων και τεθή υπό τας διαταγάς του υποστρατήγου Σούτσου διά την φρούρησιν της πόλεως.
8. Ουδέν έτερον τμήμα ή μεμονωμένοι άνδρες ή αξιωματικοί θα εισέλθωσιν εις την πόλιν άνευ ειδικής διαταγής μου.
9. Ο Διοικητής του 2ου Τμήματος Στρατιάς να θέση εις την διάθεσιν του υποστρατήγου Σούτσου πάσαν παρ’ αυτού αιτηθησομένην δύναμιν.
10. Αι Μεραρχίαι να συναθροίζωσι παρ’ αυταίς τους παρ’ αυτών συλλαμβανομένους αιχμαλώτους και καταυλίζωσι τούτους υπό φρούρησιν, μέχρις εκδόσεως γενικών διαταγών μου, κανονιζουσών τα της μεταφοράς των.
Κωνσταντίνος Διάδοχος»
.
Πηγή: Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. ΓΕΣ και ΓΕΝ, Αθήνα 1929, τόμος 3ος, σελ. 606 – 607

Τραγούδια (σε μορφή mp3)



Κατεβάστε τραγούδια σε μορφή mp3 από εδώ.....>>>


01 ΑΣΠΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
02 ΕΝΑΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ
03 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ
04 ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
05 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
06 ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
07 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ (ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ)
08 Τα Πήραμε τα Γιάννενα (Πίτα του Ηπειρώτη 2013)
09 Σε μια γωνιά ελληνική (18dim-ioann)
10 Βασιλική προστάζει
11 Εσείς πουλιά πετούμενα
12 Σήκω καημένε Αλή πασά
13 Το Μπιζάνι (Σοφία Κιτσανέλη)
14 Στα ξακουσμένα Γιάννενα
15 Τα πήραμε τα Γιάννενα

Και τώρα η Ήπειρος!



Και τώρα η Ήπειρος!

Στο μέτωπο της Ηπείρου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βραδύτερο ρυθμό. Αν και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με σχετική ευκολία την Άρτα, την Πρέβεζα, την Καλαμπάκα και το Μέτσοβο, σχεδόν καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, ένα ύψωμα 15 χιλιόμετρα περίπου έξω από τα Γιάννενα το οποίο είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι εμποδίζοντας έτσι την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Μετά την κατάκτηση όμως της Θεσσαλονίκης ο Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με δυνάμεις της Στρατιάς της Θεσσαλίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν μεγάλο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.


Το πυροβολικό

Απελευθέρωση Ιωαννίνων



Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι. Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.



Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.



Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες, 21 Φεβρουαρίου 1913, από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.



ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Στις 21/2 τα μεσάνυχτα υπογράφτηκε το πρωτόκολλο της παράδοσης των Ιωαννίνων. Εν ονόματι της Α.Β.Υ. Του διαδόχου υπέγραψαν οι λοχαγοί του Γενικού Επιτελείου κ.κ. Στρατηγός και Μεταξάς και ο τέως διοικητής Ιωαννίνων Βαχήπ Μπέης
Ο Κωνσταντίνος με το ακόλουθο τηλεγράφημα ενημερώνει. Τον πατέρα του, Βασιλιά Γεώργιο Α΄ για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων:
«ΕΜΙΝ ΑΓΑ σημ. 21 Φεβρουαρίου 1913
Α.Μ. Βασιλέα . Θεσσαλονίκη.
«Αλωθέντος υπό του ελληνικού στρατού ολοκλήρου του δυτικού μετώπου του φρουρίου των Ιωαννίνων και κυκλωθείσης της γραμμής των ερεισμάτων του Μπιζανίου και Καστρίτσης ο Εσάτ Πασσάς μοι εδήλωσε την στιγμήν ταύτην ότι ο στρατός του παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου. Λεπτομερείας μεγάλης νίκης του ανδρείου στρατού μας τηλεγραφήσω προσεχώς.
Κωνσταντίνος Διάδοχος»
Οι ιππείς του Πιερράνου του Σούτσου και του Μαυρομιχάλη ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στην πόλη, ενώ το πρωί κυμάτιζε στα οχυρώματα του Μπιζανίου η ελληνική σημαία. Ακολούθησε για αρκετές ώρες η παράδοση των όπλων του Οθωμανικού στρατού. Περί τις 33.000 άνδρες αφοπλίστηκαν εκείνη την ημέρα. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ανέβηκε στο Γενικό παρατηρητήριο του Πυροβολικού ακριβώς στο σημείο εκείνο που πριν λίγο έλειψε να τραυματιστούν ο ίδιος και Πρωθυπουργός Βενιζέλος που είχε επισκεφτεί την περιοχή.

Επιστολικό δελτάριο. Διαστ. 138Χ88 χιλ.
Αναπαράσταση της παράδοσης της πόλης των Ιωαννίνων από τον Εσάτ πασά στον Έλληνα Διάδοχο. Ο Εσάτ πασάς κρατά στο χέρι του σφραγισμένο το πρωτόκολλο της παράδοσης και το παραδίδει στα χέρια του Κωνσταντίνου.


«ΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ», Εμβατήριο του Ιωσήφ Καίσαρη


Ἐμπρός καιρὸ μὴ χάνωμεν.
Ἐμπρός, Ἐμπρός, λεβέντες μου,
γοργοὶ καὶ δοξασμένοι.



«ΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ» Εμβατήριο του Ιωσήφ Καίσαρη
(Κέρκυρα 1845 - Αθήνα 1923). Αφιερωμένο στον Ελ. Βενιζέλο. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 μετά από τη μεγάλη νίκη στο Μπιζάνι. Η παρτιτούρα του βρίσκεται στη σελίδα:


«Όταν ήμουν στον πόλεμο», ΛΟΥΚΙΑΣ ΖΑΔΕ








Η εθελόντρια νοσοκόμα Λουκία Ζαδέ, σε κείμενό της για τους Βαλκανικούς Πολέμους, περιγράφει αναμνήσεις από την άλωση των Ιωαννίνων και εντυπώσεις της από τούρκικα σπίτια, όπως αυτή του σπιτιού του Οθωμανού πασά Εσσάτ και του ανιψιού του -και υπασπιστή του-, Ρεούφ Βέη:


«Ένα σαλόνι μεγάλο και αρκετά πλούσιο, γύρω-γύρω σοφάδες σκεπασμένοι με ωραία ανατολικά υφάσματα, καθώς και το πάτωμα με περσικά ταπέτα, και οι τοίχοι. Ένα τραπεζάκι στη μέση με τέσσερα σερβίτσια από φαγιάνς, με ασημένια μαχαιροπήρουνα, κρυστάλλινα ποτήρια, πετσέτες άσπρες σαν κρίνους, αλλά χωρίς τραπεζομάνδηλο!... μόνο με μουσαμά πρόστυχο και σκούρο.



Μας δέχεται μια ώμορφη νέα 17-18 ετών με μεγάλα καστανά μάτια, δέρμα ροδόλευκο, ωραία μαλλιά κρυμμένα σε σκούρο μανδηλάκι, σαν εκείνο που φορούν οι δικές μας νησιώτισσες· δειλή, συνεσταλμένη, με φωνή γλυκειά, απλά ντυμένη, με μια φούστα από κλαδωτό ύφασμα, μια πολκίτσα χωρίς κανένα στολίδι, με πασουμάκια. Το όλον χαριτωμένο και ιδιόρρυθμο.



Έρχεται η μητέρα, εκπάγλου καλλονής, με μάτια πρωτοφανούς ωραιότητος, με δυο μακριές πλεξούδες ώς τα γόνατα, χονδρές, καστανές, σγουρές. Ντυμένη όπως και η κόρη της. Μιλούν- βέρες Ηπειρώτισσες- Ελληνικά· ούτε ξέρουν καν Τούρκικα, εκτός της Νουριέ χανούμ (της κόρης) η οποία εσπούδασε Τουρκικά. Πονούν τους Έλληνας με τους οποίους ανετράφησαν, μισούν τους Βουλγάρους, τους Αλβανούς· μπρος στον Έλληνα η Τούρκισσα σηκώνει το τσαρτσάφ της (το βέλλο της), μπρος στον Εβραίο ποτέ!



Το γεύμα τελειώνει με μεγάλην ευθυμίαν· μια ωραία ασημένια λεκάνη σκεπασμένη με τρυπητό σκέπασμα σου παρουσιάζεται να πλένης τα χέρια σου· το νερό εξαφανίζεται από κάτω... το άκρον άωτον της προσοχής πια ως προς την καθαριότητα.



Οι Τούρκοι δεν είνε βάρβαροι. Από όλους αυτούς τους διακεκριμένους αξιωματικούς που γνώρισα, έλειπε η αυθάδεια και ο σαρκασμός, και είχαν στα μάτια και τα χείλη την ειλικρίνειαν των ωραίων χρωμάτων της Ανατολής, εκείνην την ίδια που μετριασμένη από την επίδρασι της χρυσομπογιάς της δύσεως έχομε και μεις».



...έγραφε το παράρτημα: «Έπεσε το Μπιζάνι»




Ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ από το Κινηματογραφικό Αρχείο του Πολεμικού Μουσείου,
διάρκειας 16 λεπτών, με θέμα τους αγώνες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων
στις 21 Φεβρουαρίου 1913.


Πώς φτάσαμε στην απελευθέρωση (21 Φεβρουαρίου 1913)

(Από την εφημερίδα Πρωϊνός Λόγος 18-19 Φεβρουαρίου 2012)
[επιμέλεια Ιωάννα Βιλαέτη – Σπυροπούλου, από το βιβλίο του Β. Κραψίτη, Ηπειρώτη συγγραφέα, ιστορικού και ποιητή «Η ιστορία των Ιωαννίνων»]



Η προετοιμασία για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα από την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1912. Ήδη στις 25 Μαρτίου 1906 ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον υπομοίραρχο Σπ. Σπυρομήλιο η «Ηπειρωτική Εταιρεία» για την συγκέντρωση και αποστολή πληροφοριών στον ελληνικό στρατό, για τον εχθρό. Το 1908 εστάλη στην Ήπειρο, για την οργάνωση εθελοντικών σωμάτων, ο βορειοηπειρώτης Ιωάννης Πουτέτσης.
Στα προξενεία της Ελλάδας στην Ήπειρο λειτουργούσαν γραφεία της απόρρητης κρατικής υπηρεσίας «Πανελλήνιος Οργάνωσις» η οποία συστήθηκε το 1908 από τον πρωθυπουργό Θεοτόκη και διευθυνόταν από τον αντισυνταγματάρχη Παν. Δαγκλή.
Ο καινούργιος πρόξενος της Ελλάδας στα Γιάννενα Άγγελος Φορέστης απ’ το Νοέμβριο 1909 ανέλαβε και τη διεύθυνση της «Ηπειρωτικής Εταιρείας», με κύριους συνεργάτες α) τον Νικ. Χαντέλη απ’ τα Κάτω Πεδινά (ψευδώνυμο Ιδεύς) β) τον Γεώργιο Τζαβέλλα δικηγόρο και γ) την Αντιγόνη Τζαβέλλα, κόρη του πιο πάνω, η οποία κρυπτογραφούσε όλες τις πληροφορίες από το σπίτι του Ιωάννη Λάππα, που ως διερμηνέας του γαλλικού προξενείου, είχε ασυλία. Σ’ αυτό το σπίτι, που σώζεται στα Γιάννενα, παραδόθηκαν τα εμπιστευτικά σχέδια και χάρτης των οχυρώσεων στο Μπιζάνι.

Οι ξένοι παράγοντες
Οι Πρόξενοι των ξένων κρατών Αυστροουγγαρίας Ρουμανίας Ρωσίας, διαμόρφωναν κλίμα δυσμενές για του Έλληνες, συγχαίροντας τους Τούρκους για επιτυχίες τους εναντίον των Ελλήνων ή προβαίνοντας σε διάφορες άλλες πράξεις.
Αντίθετα, μεγάλος φιλέλληνας υπήρξε ο γάλλος πρόξενος Edgar Dussap, του οποίου σύζυγος ήταν Γκυ Σαντεμπλαίρ, δημοσιογράφος, γνωστή για την αγάπη της για τα Γιάννενα, όπου έζησε προσωπικά την απελευθέρωση τους.
Οι Γερμανοί έκαναν τη μελέτη για τα απαιτούμενα έργα και επισκέφτηκαν επί τόπου τα έργα, δίνοντας λύσεις για να αντέξουν στην επικείμενη επίθεση των Ελλήνων.

Η οργάνωση των αντιπάλων
Από τουρκικής πλευράς επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν ο Εσσάτ Πασάς και ο αδελφός του Βεχίπ, απόφοιτοι της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και πτυχιούχοι της πολεμικής ακαδημίας του Βερολίνου.
Μετά τις μάχες στη Μακεδονία ενισχύθηκε το μέτωπο με τις στρατιές που είχαν πολεμήσει στη Σερβία, στα Σκόπια και στο Μοναστήρι. Από ελληνικής πλευράς υπήρχε α) μια μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Κων. Σαπουντζάκη που ήταν και ο αρχηγός του ελληνικού μετώπου β) τα εθελοντικά σώματα της Ηπείρου που ταχύτατα πολλαπλασιάζονταν με Έλληνες απ΄ τη Μακεδονία, Κρήτη, Νησιά Αιγαίου, Κύπρο, Σμύρνη, Αίγυπτο, Αμερική, Ελληνοεβραίους κ.α.
γ) έδιναν το «παρών» επίσης οι γενναίες γυναίκες του Σουλίου, Λάκκας Σουλίου, Τσαριτσάνης που στις πλάτες τους μετάφεραν τις κρίσιμες στιγμές τα πολυβόλα και τα κανόνια στην Ολύτσικα σε υψόμετρο 1700 μ. δ) οι Γαριβαλδινοί με αρχηγό τον Α. Ρώμα και άλλους, με γνωστότερο τον ποιητή – ήρωα Λορέντζο Μαβίλη, που διασκορπίστηκαν στη φονική μάχη του Δρίσκου ε) Ενεργή παρουσία υπήρξε απ’ τους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας. Μεταξύ αυτών ήταν οι Αγις Θέρος, Στέλιος Σπεράντζας, Λαύρας Πετιμεζας, Ράμος Φιλύρας, Σπύρος Μελάς, Διον Κόκκινος κ.α.

Το χρονικό της δράσης
Τα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας ήταν στο γεφύρι της Άρτας. Ο στρατηγός Σαπουντζάκης, μετά τη λακωνική διαταγή «εισβάλατε δια της γεφύρης της Άρτης εις το Ηπειρωτικόν έδαφος», στις 5 Οκτωβρίου 1912, πέρασε το γεφύρι και κατέλαβε τα υψώματα στο Γρίμποβο. Η Φιλλιπιάδα, η Πρέβεζα, η Νικόπολη ελευθερώθηκαν και ο τουρκικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Μπιζάνι.
Ωστόσο η κοινή γνώμη της Ελλάδος και ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός της Ηπείρου δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την υπέρμετρη παράταση του πολέμου, αφού μάλιστα ο ελληνικός στρατός είχε ενισχυθεί αρκετά με τις μεραρχίες που πολεμούσαν προηγουμένως στο μακεδονικό μέτωπο. Σχετικά με τον τρόπο ενέργειας του ελληνικού στρατού είχε επιληφθεί το επιτελείο του Σαπουντζάκη και ήταν ήδη έτοιμο το σχέδιο κατάληψης των Ιωαννίνων με παράκαμψη του Μπιζανίου.
Στο μεταξύ, το υπουργικό συμβούλιο με σύμφωνη γνώμη του Ελ. Βενιζέλου (πρωθυπουργού – που απουσίαζε στο Λονδίνο) διόρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο αρχηγό του Στρατού. Ο Κωνσταντίνος είχε ορίσει ημέρα αναχωρήσεως του για το Στρατηγείο της Ηπείρου, την 6 Ιανουαρίου 1913. Ο Σαπουντζάκης την 7η Ιανουαρίου 1913 επετέθη κατά μέτωπο και κυριεύονται έτσι η Αετορράχη, τα ανατολικά του Μπιζανίου, το Λουζέτσι, με το Μπιζάνι να στέκεται όμως εφιαλτικά μπροστά τους.
Ο Κωνσταντίνος έφτασε στις 10 Φεβρουαρίου 1913 στο χάνι Εμίν Αγά, όπου οργάνωσε το αρχηγείο.
Ο Βενιζέλος επιστρέφοντας απ’ το Λονδίνο ανέβηκε στη Φιλιππιάδα, είδε τον Κωνσταντίνο και γυρίζοντας ρώτησε τον Δούσμανη που τον συνόδευε, αν, κατά τη γνώμη του ήταν δυνατή η κατάληψη των Ιωαννίνων, διευκρινίζοντας ότι, αν ήταν αδύνατη η άλωση, δεν θα δίσταζε να αναλάβει την ευθύνη να διατάξει τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί της επιχείρησης. Ο Δούσμανης απήντησε θετικά και ο Βενιζέλος σύστησε στο επιτελείο «να τελειώνουν γρήγορα με τα Γιάννενα» και επέστρεψε στην Αθήνα.

Πρόταση στον Εσσάτ Πασά.
Στο μεταξύ ο Κωνσταντίνος πρότεινε στο συμμαθητή του – από την ακαδημία πολέμου του Βερολίνου- Εσσάτ Πασά την παράδοση της πόλεως, ώστε να αποφευχθεί η ανώφελη αιματοχυσία, μια και η τύχη των Ιωαννίνων ήταν προδικασμένη. Ο Εσσάτ Πασάς απήντησε με αβρότητα ότι δεν ηδύνατο να παραδώσει την Πόλη, άνευ εντολής της κυβερνήσεως του: «έχω διαταγή να αμυνθώ όσο δύναμαι και θα αμυνθώ» είπε.

Ο βομβαρδισμός
Τη χαραυγή της 19ης Φεβρουαρίου 1913 άρχισε ο σφοδρός βομβαρδισμός του Μπιζανίου. Στις 6 το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου 1913, τρεις φάλαγγες επιτέθηκαν με τις λόγχες εναντίον των Τούρκων και στις 7.30 κυριεύτηκαν τα οχυρά της Μανωλιάσας, της Μονής Τσούκας και του Άη Σάββα. Για πρώτη φορά από την Ολύτσικα ηχούσαν τα πυρά των δυο ορειβατικών πυροβόλων, που είχαν ανεβάσει εκεί οι γυναίκες των Τσαριτσάνων.
Πανικόβλητα τα τουρκικά στρατεύματα υποχώρησαν και οι εύζωνοι του ταγματάρχη Βελισσαρίου μεγαλούργησαν παρακούοντας τη διαταγή που είχαν να σταματήσουν στη Ραψίστα (Πεδινή) και έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα, στον Άη Γιάννη της Μπονίλας.
Την κατάσταση που επικρατούσε στα Γιάννενα κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιγράφει η εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΟΣ» στο πρώτο μετά την απελευθέρωση φύλλο της
«Η πόλις έπλεε στο δέος και τον τρόμο… σκληρό στρατοδικείο έθυε και απώλυε. Κρεμάλα είχε στηθεί στο στρατοδικείο, στην πλατεία και άλλη έξω της πόλεως… Η πείνα άρχισε να δέρνει την πόλη…ό,τι υπήρχε το άρπαζε η τουρκική κυβέρνηση χωρίς αποζημίωση…
Η Γκυ Σαντεπλαίρ περιγράφει τις τελευταίες στιγμές πριν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μέσα από τα Γιάννενα που ζούσε:
« Ο Εσσάτ Πασάς φαίνεται, επέστρεψε (από το μέτωπο) επειγόντως εις Ιωάννινα … η κατάσταση είναι πολύ σοβαρά … παντού βασιλεύει αταξία … ο άνεμος της υποχωρήσεως έρριψε όλους αυτούς τους (Τούρκους) στρατιώτας κουρασμένους και αποθαρρυμένους … άμαξαι φθάνουν φέρουσαι και πάλιν τραυματίας… θόρυβος βαρύς εις τον δρόμον …ήχος πένθιμος της ήττας … όλαι αι οικίαι είναι κλεισμέναι… μας πληροφορούν ότι Τούρκοι στρατιώται εισήλασαν στο παζάρι και λεηλατούν … στο σκότος διακρίνουμε στρατιώτας οι οποίοι κατεκλίθησαν ή έπεσαν κατά μήκος των τοίχων και κοιμώνται …χιλιάδες στρατιωτών περιφέρονται χωρίς κατάλυμμα… φτάσαμε στην αγορά με τον Ρώσο Πρόξενο και διακρίναμε τα βγαλμένα παραθυρόφυλλα, τας διερρηγμένας θύρας και στο εσωτερικό των μικρών μαγαζιών τη φοβερά αταξία, αποτέλεσμα της δηώσεως… ήτο πιθανόν να πυρπολήσουν την Πόλιν…όλα πρέπει να τα φοβείται κανείς ακόμη …»

Η παράδοση
Ο Εσσάτ Πασάς απευθύνθηκε στον Μητροπολίτη και στους Προξένους Ρωσίας, Αυστρίας, Ρουμανίας και Γαλλίας και ζήτησε να παρέμβουν για να διευκολύνουν την παράδοση της πόλεως στον Κωνσταντίνο, διατάσσοντας συγχρόνως την παύση των εχθροπραξιών. Έτσι συντάχτηκε από τους Προξένους η σχετική γνωστή επιστολή προς τον Κωνσταντίνο, την οποία ο Επίσκοπος Δωδώνης, συνοδευόμενος από δύο Τούρκους αξιωματικούς απεσταλμένους του Εσσάτ, μετάφερε στον ταγματάρχη Βελισσαρίου και τον Ιατρίδη, οι οποίοι με την πολύ τολμηρή πράξη τους, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της άμεσης αυτής παράδοσης της πόλης. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου ταχύτατα συνόδευσε την ως άνω τριμελή επιτροπή μέχρι το Εμίν – Αγά. Ο Κωνσταντίνος με την ίδια επιτροπή απάντησε στον Εσσάτ Πασά ότι αποδέχεται την παράδοση των Ιωαννίνων με τον όρο τα Τουρκικά στρατεύματα, αφού υψώσουν λευκή σημαία, να παραδίδονται στα Ελληνικά στρατεύματα που προχωρούν (χωρίς να διατάξει παύση των εχθροπραξιών όπως φαίνεται)
Έτσι έφτασε η μεγάλη ώρα που προσμένουν αιώνες. Στα Για΄ννενα βρισκόταν το ελληνικό ιππικό με τους Στάϊκο και Μελά, ενώ ο συνταγματάρχης Σούτσος ο τέως γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στα Ιωάννινα Άγγελος Φορέστης, ο Τροπάκης και ο Λαουτάρης ήταν έτοιμοι να παραλάβουν την πόλη των Ιωαννίνων.

Μοναδική στιγμή
Η Γκυ Σαντεπλαίρ περιγράφει: « Η στιγμή υπήρξε μοναδική…όλοι έκλαιγαν και γελούσαν…τα ζήτω αναμιγνύονταν με τους ήχους των κωδώνων των Εκκλησιών … το έδαφος εκαλύφθη από ερυθρά κουρέλια από τα σχισμένα φέσια….πυροβολισμοί και τουφεκισμοί έδιναν την εντύπωση μάχης …. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε εις το κονάκιον …. Κατά τας 10 διεσχίσαμεν την πόλιν εφ’ αμάξης…όλαι αι οικίαι ήσαν ήδη στολισμέναι με τα εθνικά ελληνικά χρώματα…»
Με το Ιππικό κατέφθαναν στα Γιάννενα τα αντάρτικα σώματα, τα οποία αποθεώνονταν από το λαό. Όλοι τους και μαζί πλήθος του λαού των Ιωαννίνων άνοιξαν τις φυλακές και εγκάθειρκτοι Έλληνες πατριώτες βγήκαν από τους τάφους τους.

Το πρωτόκολλο παράδοσης των Ιωαννίνων υπογράφτηκε στις 2 η ώρα την 21η Φεβρουαρίου 1913. Ο Κωνσταντίνος μπήκε στην πόλη μας στις 23 Φεβρουαρίου 1913.

Τα οχυρά μάχης και η τουρκική αμυντική οργάνωση στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 η πτώση της πόλης των Ιωαννίνων και η απελευθέρωση της από τον ελληνικό στρατό, μετά από σκληρές μάχες με τον τουρκικό στρατό, αποκάλυψε και την εκτεταμένη αμυντική οργάνωση πολλαπλών οχυρώσεων του τουρκικού στρατού στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων.

[αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΝΕΟΙ ΑΓΩΝΕΣ]

Οι οχυρώσεις αυτές που αποτελούν μια σειρά ισχυρών οχυρών μάχης, κατασκευάστηκαν το 1909 από την γερμανική στρατιωτική αποστολή επικεφαλής της οποίας ήταν ο γερμανός στρατηγός Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτζ (Colmar von der Goltz).

Τα οχυρωματικά αυτά έργα που συναντά κανείς και σε άλλες πόλεις στα Βαλκάνια, αποτέλεσαν ένα από τα κυρίαρχα εργαλεία της Αυστροουγγρικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, και είναι το στρατιωτικό προϊόν μιας επεκτατικής πολιτικής, που λειτούργησε σαν χείρα βοηθείας προς την παραπαίουσα άλλοτε κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα, στην περιοχή των Βαλκανίων.

Με αυτή την συγκεκριμένη στρατηγική, διαμορφώθηκαν μια σειρά από ειδικές συνθήκες πολιτικής προσέγγισης, με τον «Μεγάλο ασθενή», όπως αποκαλείτο τότε η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, με απώτερο σκοπό την μελλοντική εδραίωση της πολιτικής τουDeutsheReich (Γερμανικό Ράιχ),που θα εδράζετο στον γεωπολιτικό άξονα «Βερολίνο– Βαγδάτη».

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914–1918, έθεσε τις βάσεις για προοπτική συνεργασίας, μεταξύ της Γερμανίας και της Τουρκίας, καθώς και την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου - Βαγδάτης, την χρηματοδότηση της οποίας είχε αναλάβει η DeutsheBank(Γερμανική Τράπεζα). Με τον τρόπο αυτό η γερμανία εισήλθε πολιτικά και στρατιωτικά, στο κατώφλι του ηγεμονισμού με την εφαρμοσμένη στρατηγική της που αναφερόταν στο δόγμα: «100 jahrigedeutshe – turkischeWaffenbruderschaft» (Εκατονταετής Ένοπλος Αδελφότης Γερμανίας – Τουρκίας).

Οι δεκάδες πλέον στρατιωτικές αποστολές συνεργασίας της γερμανίας, σε όλη την Οθωμανική επικράτεια, έθεταν πλέον τις βάσεις αυτού του θεωρήματος, αλλά και την εδραίωση της κυριαρχίας του DeutsheReich (Γερμανικό Ράιχ) μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Γερμανοί αξιωματικοί, προΐστατο στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και στους στρατιωτικούς σχηματισμούς, και όπως αναφερόταν σχετικά: «στο δεσποτικό καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, το Γερμανικό Επιτελείο είχε επιτέλους βρει τη μορφή του πολιτεύματος την οποίαν ανέκαθεν ονειρευόταν, την πρωσική δικτατορία των στρατηγών πασάδων»…

Η τουρκική αμυντική οργάνωση της πόλης των Ιωαννίνων είναι έργο του Γερμανού (Πρώσoυ), στρατάρχη Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτζ, επονομαζόμενος και Goltz πασάς. Γεννήθηκε το 1843 στο Bielkenfeld, της Ανατολικής Πρωσίας και από το 1883 έως το 1895 ηγήθηκε της αναδιοργάνωσης του τουρκικού στρατού. Επιπλέον στην διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διοίκησε δύο Τουρκικές Στρατιές, εναντίων των Άγγλων στην Εγγύς Ανατολή, στο Ιράκ. Πέθανε στις 19 Απριλίου του 1916 από τύφο, στη Βαγδάτη του Ιράκ.

Ο γερμανός στρατηγός ήρθε στα Γιάννενα το 1909 συνοδευόμενος από ανώτερο κλιμάκιο γερμανικής στρατιωτικής αποστολής και πραγματοποίησε τις μελέτες αλλά και τις κατασκευές των έργων για την αμυντική οργάνωση και τα οχυρωματικά της πόλης των Ιωαννίνων. Οστρατηγός Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτζ, επιθεώρησε προσωπικά ο ίδιος, το φυσικό οχυρό Μπιζάνι και στην συνέχεια με συγκεκριμένη πρόταση προς το τουρκικό γενικό επιτελείο, υπέδειξε τον τρόπο ημικυκλικής οχύρωσης και μετατροπή του σε οχυρό μάχης, με διάθεση πυροβόλων επ΄αυτού, προτείνοντας στην σχετική πρόταση του, πως τα πυροβόλα θα πρέπει να βάλλουν προς τον Δρίσκο, το Κοντοβράκι, την Αετοράχη, προς την έξοδο του δρόμου που έρχεται από την Πρέβεζα, προς τα Πέντε Πηγάδια, καθώς και προς τα υψώματα της Μανολιάσας και της Τσούκας. Τον Απρίλιο του 1910 ήρθε στα Γιάννενα, νέο γερμανικό στρατιωτικό κλιμάκιο που αποτελείτο από τον αξιωματικό Πούσελτ, συνταγματάρχης βαρέος πυροβολικού και από τον αξιωματικό Μώτ, αντισυνταγματάρχης του μηχανικού, οι οποίοι ήταν ενταγμένοι στο επιτελείο του στρατηγού Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτζ. Οι δύο αξιωματικοί με το γερμανικό στρατιωτικό κλιμάκιο εκστρατείας πραγματοποίησαν πασσάλωση- οριοθέτηση του έργου και προχώρησαν στην κατανομή του οχυρού, σε πυροβολεία, ορύγματα ακροβολιστών, αποθήκες πυρομαχικών, στρατώνων, αποθήκες υλικού καθώς σε άλλα έργα που ήταν απαραίτητα στο οχυρό Μπιζάνι.

Τον Μάιο του 1910, το εκτελούμενο έργο είχε φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα και άρχισε να πραγματοποιείται η οχύρωσή του ταυτόχρονα με τις άλλα φρούρια- οχυρά μάχης σε όλο το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Το 1911 η γερμανική στρατιωτική αποστολή επανήλθε εκ νέου στα Γιάννενα, προς επιθεώρηση των οχυρωματικών έργων, αλλά και για να παραδώσει τα συμφωνηθέντα έργα στην τουρκική στρατιωτική διοίκηση της πόλης, στον στρατηγό Εσάτ Πασά. Μέχρι το 1912, είχε σχεδόν αποπερατωθεί το έργο της οχυρώσεως και όταν πλέον είχε αρχίσει η επιστράτευση του τουρκικού στρατού, η οχύρωση είχε συμπληρωθεί με ταχύσκαπτα έργα, συρματοπλέγματα και με θέσεις πυροβολαρχιών εκστρατείας.

Για την κατασκευή των οχυρώσεων, στα οχυρωματικά έργα ο τουρκικός στρατός διέθεσε στην γερμανική στρατιωτική αποστολή, 600 πρώην τούρκους στρατιωτικούς που είχαν καθαιρεθεί από τις τάξεις του τουρκικού στρατού επειδή είχαν συμμετάσχει στο κίνημα των Νεότουρκων το 1908.

Οι πρώην στρατιωτικοί που είχαν φυλακισθεί στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες, στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων.

Το κόστος των οχυρωματικών έργων έφτασε περίπου σε 2,5 εκατομμύρια τουρκικές λίρες της εποχής, περίπου 58 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.

Πέντε οχυρά μάχης

Συνολικά κατασκευάστηκαν 5 σημαντικά οχυρά μάχης, με εκτεταμένες οχυρωματικές γραμμές, ενώ παράλληλα οχυρώθηκαν και μεμονωμένες τοποθεσίες στο λεκανοπέδιο που αποτελούσαν θέσεις στρατηγικής σημασίας για τον τουρκικό στρατό. Επιχειρησιακά η διάταξη μάχης των οχυρών μάχης, στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, λειτούργησε ως ακολούθως:

Στην βόρεια πλευρά στο οχυρό μάχης Γαρδίκι, τοποθετήθηκαν 4 πυροβόλα. Στην Ανατολική πλευρά λειτούργησε ως φυσικό οχυρό το βουνό Μιτσικέλι. Στην νοτιοανατολική πλευρά στο οχυρό μάχης, στο βουνό της Καστρίτσας, τοποθετήθηκαν 12 πυροβόλα ενώ στο Αβγό 2 ταχυβόλα. Στην νότια πλευρά στο οχυρό μάχης Μπιζάνι, τοποθετήθηκαν συνολικά πυροβόλα 55 πυροβόλα. Στην νοτιοδυτική πλευρά στο οχυρό μάχης Μανωλιάσας–Τσούκας, τοποθετήθηκαν 11 πυροβόλα, 2 ταχυβόλα και 2 ορεινά πυροβόλα. Στη μονή Δουρούτης τοποθετήθηκαν 4 πυροβόλα. Στην δυτική πλευρά στο οχυρό μάχης Σαντοβίτσα, σημερινά Μάρμαρα, τοποθετήθηκαν 16 πυροβόλα και 4 ορεινά πυροβόλα. Στη θέση Γορίτσα,ενδιάμεσα από Καστρίτσα και Μπιζάνι τοποθετήθηκαν 2 ταχυβόλα και 2 πυροβόλα. Στο Πέραμα τοποθετήθηκαν 4 πυροβόλα και στο Νησί 2 πυροβόλα.

Παραμονές της γενικής επίθεσης που διέταξε ο ελληνικός στρατός (Φεβρουάριος 1913), κατά των οχυρών μάχης του τουρκικού στρατού, σε όλο το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων οι τουρκικές δυνάμεις είχαν παρατάξει τα παρακάτω συγκροτήματα μάχης, τα οποία αποτελούντο από 4 μεραρχίες, με συνολική δύναμη 30.000 άνδρες οι οποίοι διέθεταν 112 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η τουρκική στρατιωτική διάταξη ήταν κατανεμημένη ως εξής στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων:

Η 23η μεραρχία ενεργού στρατού (10 τάγματα), με ένα σύνταγμα στα υψώματα της Μεγάλης Τσούκας – Αγίου Νικολάου και δύο συντάγματα στο οχυρό μάχης Μπιζάνι. Η 2η Έκτακτη μεραρχία (16 τάγματα), στα υψώματα της Μανολιάσας. Η 3η Έκτακτη μεραρχία (9 τάγματα), στην Αετοράχη μέχρι το χωριό Ελληνικό. Η Μεραρχία εφέδρων Ιωαννίνων (12 τάγματα), που είχε διαθέσει 3 τάγματα στην 23η μεραρχία (ένα στα υψώματα της Μεγάλης Τσούκας–Αγίου Νικολάου και δύο στο οχυρό μάχης Μπιζάνι), 3 τάγματα από το χωριό Αμπελειά μέχρι το Μπιζάνι, 4 τάγματα στην περιοχή των χωριών Καστρίτσα και Δαφνούλα και τα υπόλοιπα 2 τάγματα σε εφεδρεία, μέσα στα Γιάννενα.

Τα οχυρωματικά σήμερα

Το 2001 πραγματοποίησα εκτενή φωτογραφική αναγνώριση των οχυρωματικών έργων στα οχυρά μάχης του Μπιζανίου, στο Γαρδίκι, στην Δουρούτη και στη Σαντοβίτσα (Μάρμαρα) που είναι κατανεμημένα σε ορεινούς όγκους πέριξ του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων.

Μετά από 11 χρόνια, σήμερα (Φεβρουάριος του 2012), η εικόνα των οχυρών μάχης διατηρείται σχετικά σε καλή κατάσταση με μοναδική εξαίρεση τα κτίρια φύλαξης πυρομαχικών, επιμελητείας και στρατωνισμού, των ανδρών του τουρκικού στρατού, που βρίσκονται στο στάδιο ολοκληρωτικής κατάρρευσης, εξ αιτίας των καιρικών συνθηκών, αλλά και της αδιαφορίας των φορέων, να προχωρήσουν σε εργασίες αναστήλωσης, των σημαντικών αυτών ιστορικών μνημείων, της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

Τα πυροβολεία διατηρούνται σε καλή κατάσταση, παρότι έχουν περάσει 99 χρόνια από την ημέρα που εσίγησαν τα τουρκικά πυροβόλα στις 21 Φεβρουαρίου του 1913. Οι τσιμεντένιες κατασκευές δεν έχουν ακόμη καταρρεύσει εξαιτίας του ισχυρού τους οπλισμού από σκυρόδεμα και τα φατνώματα που λειτουργούσαν σαν χώροι υποδοχής των τουρκικών πυροβόλων, διατηρούνται ακόμη ανέπαφα στο πέρασμα του χρόνου. Επίσης σε κάποια από τα οχυρά μάχης, διατηρούνται σε μερικά φατνώματα, τα μεταλλικά άγκιστρα επί των οποίων εδένετο αριστερά και δεξιά το πυροβόλο για να συγκρατείται, στην φάση της οπισθοδρόμησης.

Οι κρύπτες, που στο παρελθόν φιλοξενούσαν τους τούρκους πυροβολητές, αλλά και τους χώρους φύλαξης των πυρομαχικών των πυροβόλων, διατηρούνται επίσης σε καλή κατάσταση, με μοναδικές εξαιρέσεις, κάποιες υπόγειες στοές επικοινωνίας, στις οποίες βρίσκονται θαμμένα άχρηστα υλικά, και σωροί από χώμα.

Περπατώντας πριν από λίγες μέρες, σε αυτά τα οχυρά μάχης που στέκονται αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, συνειδητοποιείς πως ο πόλεμος έχει πραγματικά τελειώσει και πως τώρα βρίσκεται πλέον μακριά, στο παρελθόν της Ιστορίας. Παρατηρώντας όμως λίγο πιο προσεκτικά, σκαρφαλωμένος με την φωτογραφική κάμερα, στα αντερείσματα των τσιμεντένιων οχυρών, διαπιστώνεις πως ο πόλεμος, βρίσκεται ακόμα εδώ και μας εξουσιάζει μέσα από την δύναμη της ανθρώπινης μνήμης και μέσα από τα βαθιά σημάδια που άφησε πίσω του, σ΄αυτές τις φονικές μάχες για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913.



Το χρονικό της αλώσεως των Ιωαννίνων




Μια συγκινητική περιγραφή εκείνων που έζησαν τα γεγονότα
Πως επέρασαν οι τελευταίοι τέσσαρες μήνες του πολέμου διά τα Ιωάννινα; Όλη η ψυχή και όλος ο νους της πόλεως είχε συμμαζευθεί είς μίαν αγωνιώδη λαχτάραν, εις ένα υπέρτατον δοξολόγημα, εις ένα γονατισμένον αίνον και μίαν ικεσίαν και παράκλησιν. Κάθε σπίτι, κάθε γωνιά -κάθε ζωντανός άνθρωπος, ως και τα παιδάκια ακόμη με σταυρωμένα χέρια δεν είχον άλλην προσευχήν και άλλην δέησιν:
-Θεέ μου ευλόγησε τα Ελληνικά τα όπλα! Βοήθα τους γενναίους πολεμιστάς, που επάνω στα βουνά και στα χιόνια χάνουν αίμα και ζωήν να ελευθερώσουν την Ήπειρον.
-Βοήθα τον Ελληνικόν στρατόν!
Κάθε βράδυ που χιόνιζεν, ή έβρεχεν, ή έκαμε κρύον τα σπίτια ήσαν σκυθρωπότερα, οι άνθρωποι θλιβερότεροι και ο νους των χαμένος σε μίαν μόνον έγνοιαν και μίαν μόνον σκέψιν:
-Κρυώνουν τ΄αδέλφια μας, υποφέρουν οι λεοντόκαρδοι εκεί επάνω στα βουνά… Βοήθα τους Θεέ μου!!
.....
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 10, Φεβρουάριος 1953.

ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΑΙΝΟΣ


Σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ η οποία ερευνά και προβάλλει θέματα από ολόκληρη την Ελλάδα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι αφιερωμένο στην πόλη των Ιωαννίνων και συγκεκριμένα στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που στιγμάτισαν την περιοχή.