"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Γελάει η στεριά κι η θάλασσα και χαίρετ' όλη η πλάση...


«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,
γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»







Εψές ήμουν στα Γιάννενα κι αντίκρια στο Μπιζάνι
κι ακούω ντουφέκια πόπεφταν, κανόνια που βροντάνε.

-Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
-Μηδέ σε γάμο πέφτουνε, μηδέ σε πανηγύρι,
παρά ειν’ ο ελληνικός στρατός και πολεμάει τους Τούρκους.
Εσάτ’ πασάς εφώναξε, του Κωνσταντίνου λέει:
-Πάψε Κώστα μ’, τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,
δικά σου είναι τα Γιάννενα, δικό σ’ και το Μπιζάνι,
δική σου και η Πρέβεζα με τους χρυσούς μπαξέδες
και 'γω σκλάβος σου γένομαι με τριανταδυό χιλιάδες,
και το δικό μου το σπαθί στα χέρια σου το δίνω.







Τα ελευθερωμένα Γιάννενα

Γελάει η στεριά κι η θάλασσα και χαίρετ' όλη η πλάση
κι απανωθιό στους ουρανούς, τους πρασινογαλάζιους.
Βαρούνε τ' άργανα βαριά, βιολιά, φλογέρες, ντέφια
και γίνετ' ένα αθάνατο μεγάλο πανηγύρι!

Πέρα στους τόπους τους καλούς, στης ομορφιάς τους τόπους,
στη χώρα των αρματωλών και των κλεφτών τη χώρα
πώχουν μια πόλην όμορφη κι ελληνοξακουσμένη,
με λίμνη γαργαρόνερη και κάστρο αρματωμένο.
Ο Πίνδος σέρνει το χορό με το ζερβί του χέρι
κι οπίσω του ακολουθούν όλα τα κλεφτοβούνια,
ο Έλμπος και ο Κίσσαβος, ο Σμόλικας κι η Γκούρα,
ο Παρνασσός με τ' Άγραφα κι η Γκιώνα με τα Χάσια
και τα Βαρδούσια τα ψηλά, με τ' όμορφο Βελούχι
και γίνετ' ένα αθάνατο πανώριο πανηγύρι!

Γύρω τριγύρω στα βουνά, γύρω στα κορφοβούνια,
που χαίρονται και ρίχνονται και τραγουδοχορεύουν
οι κλέφτες κι οι αρματωλοί στα ολόχρυσα ντυμένοι.
Άλλοι ντουφέκι ρίχνουνε 'πο πίσω από τους βράχους
κι άλλοι γιουρούσι κάνουνε με τα σπαθιά στα χέρια.
Και φεύγουν Τούρκοι, σαν κοπές λυκοκυνηγημένες,
στου Τζήντρα το ξεσπάθωμα, στην ντουφεκιά του Δίπλα
και στο φτεροπερπάτημα του Αντώνη Κατσαντώνη.
Ξέχωρα απ' όλους πολεμούν οι αθάνατοι Σουλιώτες.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά, γέροντοι και παπάδες,
Κι απάνω τους σαν νά ητανε γιγαντεμένοι βράχοι,
Συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Αλή πασά της
και γίνετ' ένα αθάνατο κι άφταστο πανηγύρι!

Χορεύουν τα ψηλά βουνά με τα πυκνά τους λόγγα,
και τους απάτητους γκρεμούς και τις κρυοβρυσούλες.
Χορεύουν κι αντρειεύονται και ψιλοτραγουδούνε
τριγύρω στην πανέμορφη και ξακουσμένη Πόλη,
πώχει την λίμνη στο πλευρό, στην αγκαλιά το κάστρο.
Κι απάν' στη δίπλη του χορού, στου τραγουδιού τον ήχο,
ένας καθάριος Σταυραητός μέσ΄απ΄ τα μεσουράνια
ρωτάει τα ψηλά βουνά, που τραγουδοχορεύουν:
-Βουνά μου, γιατί χαίρεστε κι έχετε πανηγύρι;
Μην ήρθε πρώιμη η Άνοιξη, πρώιμο το καλοκαίρι;
Κι ο Πίνδος ο περήφανος αντιλογιά τού δίνει:
-Δεν ήρθε πρώιμη η Άνοιξη κι ουδέ το Καλοκαίρι,
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδούμε,
και κάνουμ' ένα ασύγκριτα μεγάλο πανηγύρι,
Γιατί ελευτερωθήκανε, Αητέ, τα Γιάννενά μας!

ΧΡ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ
(ποίημα που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα “Ακρόπολη” στις 22 Φεβρουαρίου 1913 )

Απόκομμα από την εφημερίδα όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα
του Χρ. Χρηστοβασίλη, τον Φλεβάρη του 1913.