"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Σχολική γιορτή για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων



Σχολική γιορτή για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

«Δεν ήρθε πρώιμα η Άνοιξη κι ουδέ το Καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,
γιατί ελευθερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»


Τα Γιάννενα μετρούν σήμερα 103 χρόνια ελεύθερης ζωής. Η 21η Φεβρουαρίου του 1913 ήταν η μέρα που ξύπνησαν οι κάτοικοι της ιστορικής πόλης, της πόλης των θρύλων και των παραδόσεων, των γραμμάτων και του πολιτισμού, με τη μεθυστική γεύση της ελευθερίας στην καρδιά τους και την ανείπωτη χαρά της ανεξαρτησίας στην ψυχή τους.

Την 21η του Φλεβάρη, και κάθε τέτοια μέρα, όχι μόνο η Ήπειρος, αλλά ολάκερη η Ελλάδα πανηγυρίζει την ιστορική επέτειο της απελευθέρωσης -από τον τουρκικό ζυγό-  της πόλης που έγινε συνώνυμο του αγώνα για τη λευτεριά.

Τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται ειρηνικά από τους Οθωμανούς το 1431 με τον Σινάν Πασά (22 χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης που έγινε στις 29 Μαΐου του 1453), και εγκαθιδρύεται η τουρκική κυριαρχία που διαρκεί 482 χρόνια.

Χρόνια δύσκολα και μαύρα. Πολλές γενιές Ηπειρωτών γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα σε «πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι», λαχταρώντας μια αχτίδα φωτός, ένα σημάδι λευτεριάς, όπως μας τραγουδάει και ο ποιητής μας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:


Επέσανε τα Γιάννενα
σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους,
εκλείσανε τα μάτια.

Η μάνα σφίγγει το παιδί
βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί 'ναι χρόνοι δύστυχοι
και τρέμει μην το χάσει.

Τραγούδι δεν ακούγεται,
ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος
και μνήμα το κρεβάτι.
Κι η χώρα κοιμητήριο
κι η νύχτα ρημοκλήσι.


Άγρυπνος ο Αλή-πασάς,
ακόμη δε νυστάζει,
και σ' ένα δέρμα λιονταριού
βρίσκεται ξαπλωμένος.

Το μέτωπό του είναι βαρύ,
θολό, συννεφιασμένο
και τό ΄βαλεν αντίστυλο
το χέρι του, μην πέσει.

Χαϊδεύει με τα δάχτυλα
τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού
τη φοβερή τη χαίτη.

Αγκαλιασμένα τα θεριά,
σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο ,
το μάτι δε γνωρίζει,
ποιο τάχα να ’ν’ το ζωντανό
και ποιο το σκοτωμένο.

Στην άκρη στο παράθυρο,
σιωπηλός προσμένει
και τρομαγμένος τον θωρεί
ο φίλος του ο Ταχήρης.

Άρθρο του δημοσιογράφου εκείνης της εποχής, Γιώργου Χατζή:

«Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσιες θλιβερές Πασχαλιές, κανένας Ηπειρώτης δεν χάρηκε το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι τού γίνονταν το νερό στα χείλη, εφόσον σε ένιωθε Εσένα, ώ φιλτάτη και κλαμένη πόλη, πόλη πληγωμένη, να κάνεις δεήσεις στον Εσταυρωμένο Χριστό να σου λυπηθεί την αγωνία και τον θρήνο.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππους μας, και κανένας πατέρας μας δεν χάρηκε -πεντακόσια χρόνια τώρα- τα παιδιά του...»

Αυτά έγραψε ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της στις 3 Μαρτίου 1913, σ’ ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του. Και συνεχίζει…

«Έξω από την πόλη, χωριά ολόκληρα καίγονταν και ληστεύονταν καθημερινά από τον Τούρκικο στρατό. Γυναίκες βιάζονταν και έπειτα δέρνονταν μέχρι θανάτου. Ιερά σκεύη εκκλησιών παίρνονταν ως λάφυρα και πουλιόταν έπειτα στην αγορά των Ιωαννίνων από Λιάπηδες και Τούρκους στρατιώτες. Και ήταν τέτοιες οι πράξεις τους που προκαλούσαν μόνο φρίκη.
Μέσα στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο φόβος και ο τρόμος. Ένα άγριο, βάρβαρο, άτιμο και πέρα από κάθε νόμο και πολιτισμό, σκληρό στρατοδικείο, καταδίκαζε και τιμωρούσε όποιον ήθελε. Πέντε έξι χαφιέδες αστυνομικοί και μερικοί Τουρκογιαννιώτες (Τούρκοι μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα την ελληνική) έγραφαν και μοίραζαν "ζουρνάλια" εναντίον του ενός και του άλλου, νύχτα και μέρα.

Μια κρεμάλα είχε στηθεί στο στρατοδικείο. Άλλη μια στην πλατεία. Άλλη έξω από την πόλη. Και ακούγονταν απαίσια κτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί, γεμάτοι φόβο και τρόμο οι Έλληνες έκρυβαν τα δάκρυά τους και μάθαιναν τα δυσάρεστα νέα: «Σήμερα κρέμασαν έξι Χριστιανούς! Αύριο κρεμούν άλλους!»
Και το απαίσιο σχοινί δούλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκες μαγείρευαν το μόνο φαγητό για την Τουρκογιαννιώτικη όρεξη: «Κρεμάλα στους Χριστιανούς!»


Για το φρόνημα των Ηπειρωτών και την αγάπη τους και την πίστη τους στην πατρίδα, στην ίδια εφημερίδα, διαβάζουμε ανατριχιαστικές περιγραφές. Παρά τα φοβερά μαρτύρια των φυλακισμένων η καρδιά τους χτυπούσε στο ρυθμό των κανονιών που σφυροκοπούσαν το Μπιζάνι:

«Οι συλλήψεις γίνονταν μαζικά. Χωρίς διακρίσεις πολίτες και χωρικοί ρίχνονταν στις φυλακές ύστερα από βασανιστήρια και αφάνταστες ταλαιπωρίες. Οι φυλακές γέμισαν από ανθρώπους που υπέφεραν πολύ. Τα μπουντρούμια του Αλή Πασά δε χωρούσαν πλέον άλλους. Και τους πετούσαν σαν σκύλους στο γκαλντερίμι του μπουντρουμιού, έξω στο διάδρομο, όπου το κρύο αποτελείωνε ό,τι δεν κατάφερε ο ατελείωτος ξυλοδαρμός να τελειώσει. Ένα νεκροκρέβατο και ένας θλιβερός και σιωπηλός παπάς ανεβοκατέβαιναν κάθε μέρα την παλιά σκάλα της φυλακής μεταφέροντας κάθε φορά έναν ακόμα νεκρό. Κι όμως οι φυλακισμένοι, μ΄ όλα αυτά τα βάσανα και το αποτρόπαιο θέαμα, είχαν ακμαίο το φρόνημά τους και ήρεμη την ψυχή τους, και δε ρωτούσαν ούτε αν θα κρεμαστούν κι αυτοί, ούτε αν θα ζήσουν, ούτε αν θα πεθάνουν. Η σκέψη τους πετούσε πάνω στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, στο Μπιζάνι και τη Μανωλιάσσα. Άκουγαν όλη τη νύχτα το χτύπο των κανονιών βάζοντας το αυτί τους στο χωμάτινο δάπεδο του μπουντρουμιού και το επόμενο πρωί ανυπομονούσαν να φανεί κάποιος, μ΄ ένα νόημα, με μια χειρονομία, να τους φέρει μια είδηση για τον Ελληνικό στρατό».

«Σ’ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλο τον κόσμο ήλιος
και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα…»


ΤΡΑΓΟΥΔΙ (& ΧΟΡΟΣ)
«Το Μπιζάνι»



Ύστερα από σχεδόν 500 χρόνια σκλαβιάς, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913, τα Γιάννενα λευτερώθηκαν. Ο Τούρκος κατακτητής, νικημένος και ντροπιασμένος, μάζεψε τ’ απομεινάρια τής άλλοτε τρομερής στρατιάς του και η Ελληνική σημαία κυμάτιζε και πάλι στο κάστρο της πόλης. Την εικόνα, μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του με τίτλο: «επέσανε τα Γιάννενα».

Επέσανε τα Γιάννενα
βουβάθη το Μπιζάνι.
Μαζί κι η φύση σώπασε
και Άνοιξη πια κάνει.

Τρίζουν τ' Αλή τα κόκκαλα
κι η λίμνη δεν αφήνει,
τους στεναγμούς που βγάζανε,
οι νύφες κι η Φροσύνη.

Επέσανε τα Γιάννενα!
Στη σκλαβωμένη χώρα,
η λευτεριά εσκόρπισε,
τα ποθητά της δώρα.

Εσείς πουλιά της άνοιξης
τη νίκη διαλαλήστε,
ψάλτε γλυκά το νικητή
και το στρατό υμνήστε.

Λουλούδια και τριαντάφυλλα,
χίλιες φορές ανθίστε,
τους τάφους των παλικαριών,
με χάρη να στολίστε.

Χαρακτηριστικό ποίημα για τη μέρα αυτή είναι κι εκείνο που έγραψε ο Γεώργιος Σουρής, με τίτλο: «Τα πήραμε τα Γιάννενα».

Τα πήραμε τα Γιάννενα
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Όπου γελούν και κλαίνε.


Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τά ’καψεν η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.

Το λένε χτύποι και βροντές,
το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες
οι μαυροφόρες μάνες.

Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες
που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι οι Σουλιώτισσες
στις ράχες του Ζαλόγγου.

Από το συγκλονιστικό αυτό γεγονός δεν έμεινε ασυγκίνητος ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, ο Ιωάννης Πολέμης. Γράφει το ποίημα «Όταν πέσανε τα Γιάννενα», εμπνευσμένος από τους θρύλους και την ιστορία της Λίμνης με τις δεκαεφτά παρθένες, που έπνιξε ο διαβόητος Αλή πασάς.

Βαθιά οι πνιγμένοι ανάσαναν κι εκόχλασε το κύμα
κι εκρινοβόλησαν οι αφροί το υγρό της λίμνης μνήμα.
Κρινόσπαρτος παράδεισος τη νύχτα εκείνη εγίνη
κι ανέβηκαν οι δεκαεφτά με την κυρά Φροσύνη.
Σύρε, Φροσύνη, το χορό. Σφιχτά χειροπιασμένες,
σ’ ακολουθούν αχώριστες οι δεκαεφτά Παρθένες.
Λαλούν αθώρητα βιολιά κι αναγαλλιάζ’ η λίμνη
κι ο φλοίσβος της ακρολιμνιάς είναι τραγούδια κι ύμνοι.

Είναι πικρές οι θύμησες και στάζουνε φαρμάκι
μα στρέψε ιδέες, καταδιωχτοί, φεύγουν οι βουλολάκοι.
Ο Αλή πασάς από κοντά με μιαν οχιά για ζώνη
τραβά τα γέρικα μαλλιά, τα γένια ξεριζώνει.
Κι αν σε ρωτήσ’ η λίμνη σου: - Γιατί, Φροσύνη, νιώθω
στα στήθη μου αναγάλλιασμα, στα βάθη μου χαρά;
Πες της: -Η γαλανόλευκη, με τον αιώνιο πόθο
έφερε Φώτων το Σταυρό π’ αγιάζει τα νερά.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ (&ΧΟΡΟΣ)
«Εσείς πουλιά πετούμενα»


Η είσοδος του Ελληνικού στρατού στα Γιάννενα, για τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλης, ήταν ένα ασύλληπτο και μοναδικό γεγονός. Η πτώση του Μπιζανίου και τα λεύτερα Γιάννενα, είναι δύο γεγονότα σημαδιακά, όχι μόνο για την Ήπειρο αλλά και για όλο τον Ελληνισμό.

Το πώς δέχτηκε ο πληθυσμός τα παλικάρια εκείνα, τους ελευθερωτές του, δεν μπορεί να περιγραφεί. Μόνο μια αμυδρή εικόνα μάς δίνει ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης, ο οποίος στην εφημερίδα «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913, γράφει σχετικά:

«Η παράδοση των Ιωαννίνων είχε ήδη συντελεστεί και ο διοικητής του 3ου Πεζικού Συντάγματος Ιωάννης Γιανακίτσας, με δύο τάγματα, βρίσκονταν από τα μεσάνυχτα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Μπουνίλας (στη σημερινή Ανατολή), και σ' αυτή τη βιαστική άφιξη (του τμήματος του Ελληνικού στρατού λίγο έξω από την πόλη) , χρωστάει η πόλη μεγάλο μέρος από τη σωτηρία της.
Τι έγινε μετά από αυτή τη στιγμή, ούτε καμία πένα μπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμιά μνήμη να συγκρατήσει.»

Αργότερα, ο ιστορικός θα μας διηγηθεί για την εποχή εκείνη:

«Το κανονίδι πήγαινε καπνός κι όλη τη νύχτα τούτη μέχρι το χάραμα. Ο βρόντος τάραζε τα πάντα. Τα σπίτια και ο τόπος τρεμούλιαζαν σαν από σεισμό.
Οι Γιαννιώτες - άντρες, γυναίκες και παιδιά - με κολλημένα τα μάγουλα και τα μάτια στα "τζαμλίκια" των σπιτιών τους, έβλεπαν τους Τούρκους φαντάρους να μπαίνουν στην πόλη τσούρμο - τσούρμο και να τρέχουν κυνηγημένοι σαν τα αγρίμια να κρυφτούν...
Γέροντες μέσα στα σπίτια τους, ετοιμοθάνατοι κι άλλοι άρρωστοι σκλάβοι, κρατούσαν την ψυχή στο στόμα και πάλευαν να μην ξεψυχήσουν ετούτη τη μέρα...
Καρτερούσαν τη λευτεριά και ύστερα ας πέθαιναν.»

Σε λίγο η Γαλανόλευκη, και όχι το μισοφέγγαρο, θα κυματίζει περήφανη στο Διοικητήριο της πόλης. Οι Γιαννιώτες τη χαιρετίζουν με κανονιοβολισμούς και ντουφεκίδι.
Το δημοτικό τραγούδι, σύμφωνα με τη λαογραφία, θα επισημάνει αργότερα:

«Ξύπνα καημένε μου πασά να ιδείς τα Γιάννενά σου.
Τα πήρανε οι Έλληνες, δεν είναι πια δικά σου.
Και για να παρηγορηθείς, βεζίρη μου κι αν κρίνεις,
ειπέ το της Βασιλικής και της κυρα-Φροσύνης.
Βοή κι αντάρα ακούγεται, βροντοκοπούν τουφέκια
και τα κανόνια πέφτουνε, σαν να 'ναι αστροπελέκια...»



ΤΡΑΓΟΥΔΙ (& ΧΟΡΟΣ)
«Βοή κι αντάρα»



Όταν μπήκε ο Ελληνικός στρατός στα Γιάννενα η είδηση της απελευθέρωσης φτερούγισε γοργά από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σε στόμα σε όλους τους Γιαννιώτες που ήταν έτοιμοι σαν από καιρό για το μεγάλο πανηγύρι. Οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και σχεδόν αυτόματα, απ΄ όλα τα σπίτια και σ΄ όλους τους δρόμους, ξεπετάχτηκαν αναρίθμητες Ελληνικές σημαίες, σημαίες που ήταν για πολλά χρόνια καλά κρυμμένες στα σεντούκια και περίμεναν καρτερικά ετούτη τη μεγάλη στιγμή για να ξεδιπλωθούν και ν' ανεμίσουν στον ελεύθερο γιαννιώτικο ουρανό.

Οι καμπάνες χτυπούν αναστάσιμα. Τα χείλη γελούν. Οι καρδιές ριγούν.
Και σ΄ αυτή την περίπτωση, όπως σε κάθε κρίσιμη ώρα, έκανε το θαύμα της η αθάνατη, καρτερική, λεοντόκαρδη και πατριδολάτρισσα Ηπειρώτισσα.
Και πάλι ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης μάς εξηγεί το φαινόμενο:

«Ένα τεράστιο πλήθος με χιλιάδες ανθρώπους κινούνταν από ενθουσιασμό, σαν θάλασσα και σαν ωκεανός, που ξύπνησε από το φύσημα δυνατής θύελλας. Και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη, ηλιόλουστη και γαλήνια, οι χιλιάδες Ελληνικές σημαίες κυματίζουν απαλά. Η πολύπαθη πόλη αναπνέει και η αναπνοή της λικνίζει τις αμέτρητες σημαίες με προσφιλές και γνωστό άσμα. Και οι σημαίες απαλά χαμογελούν και παίζουν με τη χαρά και την ευτυχία της αγαπημένης μας πόλης.
Πού βρέθηκαν τόσες χιλιάδες σημαίες; Ιστορία αληθινή και παθητική ποίηση!»

Θεέ μου δώσε μου φτερά
ψηλά για να πετάξω,
τα λεύτερα τα Γιάννενα
να πάω να κοιτάξω.

Να ιδώ τα ξακουστά βουνά
κάστρα αρματωμένα,
πανώρια σπίτια ζηλευτά
ξανά λευτερωμένα.

Να ιδώ ευζώνους στο χορό
που γλυκοτραγουδάνε:
"Τα πήραμε τα Γιάννενα,
οι Τούρκοι δεν πατάνε."

Το Μπιζάνι θα παραμένει πάντα ένα ιερό σύμβολο. Ένα σύμβολο παληκαριάς, αυτοθυσίας και πατριωτισμού. Στο Μπιζάνι δοκιμάστηκε, για μια ακόμη φορά, η Ελληνική στρατιωτική τέχνη και ικανότητα, αλλά και η ψυχική και σωματική δύναμη του Έλληνα στρατιώτη.

Η ευγνωμοσύνη των Ηπειρωτών, και όλων των Ελλήνων, θα παραμένει αιώνια.
Για τα παλικάρια που πολέμησαν. Για τα αγνά παλικάρια που έπεσαν στο Μπιζάνι,
και όπως έγραψε ο Ιταλός ποιητής Ντ' Ανούτσιο Γαβριήλ:
«Ότι εγράφη με αίμα, τίποτα δεν μπορεί να το σβήσει»

Για τη μεγάλη αυτή θυσία των Μπιζανομάχων η Μαίρη Τσακελίδου γράφει στην ιστοσελίδα των Αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων:

«Τα Γιάννινα δεν τα πήραμε μόνο με τα όπλα και τον ηρωισμό των στρατιωτών.
Δεν τα πήραμε μόνο με στρατηγικά σχέδια και υψηλά ιδανικά.
Τα πήραμε με ψυχή και τρυφεράδα
Τα πήραμε με τα αισιόδοξα γράμματα από τα παγωμένα μετερίζια...
Οι αγώνες των Ελλήνων δεν ήταν ξεχωριστοί μόνο για την δύναμη της ψυχής τους.
Ήταν ξεχωριστοί και για τις εξομολογήσεις της μοναξιάς που βρέθηκαν
στα κιτρινισμένα γράμματα του μετώπου.
Μέσα από τις τσαλακωμένες σελίδες ξεπηδούν ζωντανοί οι πολεμιστές.
Ξεπηδούν ζωντανές οι στιγμές της καθημερινότητας, των μαχητών που μαζεύτηκαν απ' όλη την Ελλάδα.
Αυτά ψάξαμε για τούτη την επέτειο.
Αυτές τις στιγμές δημοσιεύουμε για να κρατήσουμε ζωντανές τις μνήμες, με ονοματεπώνυμο ή χωρίς.
Αφιέρωμα στον Άγνωστο,
που σκοτώθηκε…
για να γεννηθούμε εμείς λεύτεροι!»

Την αποφασιστικότητα, την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση των μαχητών του Μπιζανίου φανερώνει περίτρανα και το επόμενο ποίημα με τίτλο: «Τα ευζωνάκια».

Ένα πουλάκι έβγαινε
μέσ' από το Μπιζάνι.
Κι είχε θολά τα μάτια του
και μαύρα τα φτερά του.
Κι η Ρούμελη το ρώτησε
και μόνο το ρωτάει:

-Για πες μας βρε πουλάκι μου
κάνα καλό χαμπέρι.
Ακούω κανόνια πέφτουνε
κι ολόγυρα βουίζουν.
Πες μας πουλί τι γίνεται
και τι λεβέντες πέφτουν;

-Τι να σου πω βρε Ρούμελη,
τι να σου μολογήσω;
Τα ευζωνάκια πολεμούν
στο ξακουστό Μπιζάνι.
Πέντε μερούλες νηστικά
και δέκα διψασμένα.
Μέσα στους πάγους πολεμούν
κι είναι κρουσταλιασμένα.
Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί,
λεβέντες πληγωμένοι.

Κι ο Σαπουτζάκης έλεγε - κι ο Σαπουτζάκης λέει:
«Παιδιά μου, μη δειλιάσετε το τούρκικο το βόλι,
να πάρουμε τα Γιάννενα κι ας σκοτωθούμε όλοι.»

Επίσης στη μνήμη του ανώνυμου ήρωα Μπιζανομάχου -και ιδιαίτερα του Εύζωνα- είναι αφιερωμένο το παρακάτω ποίημα γραμμένο από τον Αλέξανδρο Μαυράκη με τίτλο: «Ο Εύζωνας»

Σίμωσε φίλε μου πιστέ και σήκωσέ με λίγο,
μ' αφήνουν οι δυνάμεις μου, το φως μου σκοτεινιάζει.
Για πάντα σ' αποχαιρετώ, γι' άλλη ζωή θα φύγω,
με πήρε σφαίρα στην καρδιά κι ο πόνος μου με σφάζει.

Θ' αφήσω το ντουφέκι μου, την κάπα, το σπαθί μου
και τους πιστούς τους φίλους μου, τους πολυαγαπημένους.
Μα πόνος μεγαλύτερος, σπαράζει την ψυχή μου
που θα πεθάνω πριν να ιδώ τα Γιάννενα πεσμένα.
Μαύρο μολύβι, εχθρικό γιατί εβιάσθης τόσο;
Με παίρνεις πριν τα Γιάννενα ελεύθερ' αντικρύσω,
τη μάνα μ' απ' τα τούρκικα βάσανα πριν γλιτώσω
και πριν το πόδι σπίτι μας το πατρικό πατήσω.

Ελληνικά τα Γιάννενα, μεγάλη την πατρίδα...
κι ας ξεψυχούσα στη στιγμή, ας μ' έκαναν κομμάτια.
Μα, φίλε, βόηθα με, μου φεύγει κάθε ελπίδα,
κλονίζομαι... σκότος βαθύ μου σκέπασε τα μάτια.
Θανάτου όμως άρχισε και ρόγχος κι αγωνία,
αισθάνθη έναν κλονισμό ο εύζων ο μικρός.

Και αντηχούν οι λαγκαδιές, τα δάση, τα βουνά
κι αντιλαλούν οι ρεματιές γεμάτες από χιόνι,
με ψαλμωδία όμοια, μ' αγγέλων Ωσαννά:
"Τα Γιάννενα ο Ελληνικός Στρατός ελευθερώνει".

Και μέσα στο αφάνταστο εκείνο πανηγύρι
μισάνοιξε ο εύζωνας τα μάτια μια στιγμή,
εχαμογέλασε γλυκά, φιλεί το σύντροφό του
για ύστερη, ουράνια, θεία ευχαριστία
και εις τον Ύψιστο πετά... Έγινε τ' όνειρό του!


ΤΡΑΓΟΥΔΙ (& ΧΟΡΟΣ)
«Στα ξακουσμένα Γιάννενα»

Όταν μιλάμε όμως για το Μπιζάνι δεν μπορούμε να μη θυμόμαστε τον τρομερό πορθητή του, τον ταγματάρχη Βελισσαρίου. Ένα σεμνό παλικάρι, από την Κύμη της Εύβοιας, που πέρασε στην ιστορία ως ένας από τους πιο τιμημένους Έλληνες αξιωματικούς. Είναι ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που, με την κεραυνοβόλα προέλασή του, έφτασε στις παρυφές της πόλης. Γι΄ αυτό κι ο λόφος εκείνος, προς τιμήν του, ονομάζεται λόφος Βελισσαρίου, καθώς και το στρατόπεδο και το γυμνάσιο που βρίσκονται στον ίδιο λόφο, στην είσοδο της πόλης.

Ζήτω ο Βελισσάριος
ένδοξος στρατηγός,
στα ελεύθερα τα Γιάννενα
πρώτος εμπήκε αυτός.

Εκεί στο λόφο ύψωσε
σημαία δοξασμένη
κι οι Τούρκοι παραδόθηκαν
όλοι πια, ντροπιασμένοι.

Για το τέλος αφήσαμε ένα σημαντικό αλλά και σχετικά άγνωστο κομμάτι που είναι οι εθελοντές, οι οποίοι ήρθαν κατά εκατοντάδες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά και από την Κύπρο και αλλού, πήραν μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και πολέμησαν στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου υπηρετώντας πιστά τα ιδεώδη της ελευθερίας και του αλτρουισμού.

Κορυφαίο σύμβολο του αγώνα των εθελοντών για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε ο Κερκυραίος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ο Μαβίλης έκανε τις ιδέες του πράξη θυσιάζοντας και τη ζωή του γι' αυτές. Η θυσία του έχει μεγαλύτερη αξία γιατί συμμετείχε στον αγώνα εθελοντικά ξέροντας ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του, όπως και έγινε. Την αξία της ελευθερίας είχε επισημάνει ο ποιητής και στο επίγραμμά του με τίτλο: «Ελευθεριά για σένα ζω».

Ελευθεριά, για σένα ζω,
για Σε μόνον παλεύω,
κι αν εις τον κόσμο δε σε βρω,
αλλού θα σε γυρεύω.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πιο εύστοχα απ' όλους παρατήρησε:
«Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ' τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ίδια τους η ζωή».

Τα τελευταία άλλωστε, λόγια του Λορέντζου Μαβίλη, λίγο πριν ξεψυχήσει στα υψώματα του Δρίσκου αγναντεύοντας από κει τα Γιάννενα, τη διαμαντόπετρα της Ηπείρου, αναδεικνύουν το μεγαλείο της ψυχής του:                        
«Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο,
αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».



Γιάννενα, Ρωμιοσύνης κάστρο,
Γιάννενα, απ' αιώνες άστρο,
Γιάννενα, της Ελλάδας θρέμμα,
Γιάννενα, ζυμωμένα μ' αίμα,
Γιάννενα, της Δωδώνης σπέρμα,
Γιάννενα, στων βουνών το γέρμα,
Γιάννενα, του Δία σεργιάνι,
Γιάννενα, Μούσες σ' έχουν ράνει.
Γιάννενα...!


Γιάννενα, Βυζαντίου αστέρι,
Γιάννενα, της Τουρκιάς καρτέρι,
Γιάννενα, των βουνών καμάρι,
Γιάννενα, των νερών βλαστάρι,
Γιάννενα, του πασά κρυψώνα,
Γιάννενα, των Γραικών κορώνα,
Γιάννενα, δωρητών η γέννα,
Γιάννενα, ποιητών η πένα.
Γιάννενα...!

Γιάννενα, τάπια του σαράντα,
Γιάννενα, φλόγα ηρώων πάντα,
Γιάννενα, φασιστών το λάθος,
Γιάννενα, πανελλήνων πάθος,
Γιάννενα, γύρω γύρω χιόνια,
Γιάννενα, σε ξυπνούν αηδόνια,
Γιάννενα, σε φρουρούν κανόνια,
Γιάννενα, γοητεία αιώνια.
Γιάννενα...!


ΤΡΑΓΟΥΔΙ (& ΧΟΡΟΣ)
«Τα πήραμε τα Γιάννενα»


Έχουν περάσει μόλις 103 χρόνια από την εποχή εκείνη. Τα Γιάννενα του σήμερα δεν είναι πια η πόλη του 1913. Δεν είναι καν «η μικρή μας πόλη» του Δημητρίου Χατζή. Μεγάλωσαν, απλώθηκαν, ψήλωσαν, ομόρφυναν ή σε κάποιες περιπτώσεις ασχήμυναν κιόλας.

Τα σπίτια κι οι αυλές έγιναν πολυκατοικίες, τα σοκάκια και τα καλντερίμια ασφαλτοστρώθηκαν, οι παιδικές αλάνες έγιναν εμπορικά και πολυκαταστήματα. Η λίμνη που έγλυφε τα πόδια του κάστρου μπαζώθηκε και μίκρυνε. Η Ντραμπάτοβα στέρεψε, οι ψαρόβαρκες έγιναν μηχανοκίνητες κι οι βενζίνες έγιναν καραβάκια που μεταφέρουν τους τουρίστες στο πανέμορφο νησάκι της Παμβώτιδας.

Τίποτα από κείνη την εποχή δεν έχει μείνει ίδιο. Η 21η Φεβρουαρίου 1913, όμως, παραμένει οριακή χρονολογία για την ιστορία τόσο της Ηπείρου όσο και της Ελλάδας γενικότερα.

Και το Μπιζάνι και τα Γιάννενα, σύμβολα του αγώνα για την ελευθερία, υπενθυμίζουν σε μας τους νεώτερους το χρέος μας. Ένα χρέος διαχρονικό για την πολύπαθη πατρίδα και τον πολυβασανισμένο λαό της. Αφιέρωμα στον Άγνωστο, που θυσιάστηκε...   για να γεννηθούμε εμείς ελεύθεροι.

Τιμή και δόξα στους ήρωες Μπιζανομάχους!!!

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Τη γιορτή παρουσίασε η Δ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου Σταυρακίου
[Φεβρουάριος 2016]


Το τραγούδι «Το Μπιζάνι» είναι από το αρχείο της ΕΡΤ2 (1983) – αρχείο Σωτήρη Γοργογέτα https://www.youtube.com/watch?v=MG7rj-qR-z4

Τα υπόλοιπα τραγούδια είναι από την εκδήλωση με τίτλο: "Τα Ιωάννινα Πολιορκημένα..."
που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ιωαννίνων στις 29-2-2012
και συμμετείχαν το 13ο και το 24ο  Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων


Βρείτε τα τραγούδια σε μορφή MP3, εδώ:

        


     Το Μπιζάνι

Μου γράφεις μάνα μου γλυκιά
και με ρωτάς τι κάνω
στου Μπιζανιού την παγωνιά,
στο κρύο θα πεθάνω.

Δε με φοβίζουν μάνα μου
οι σφαίρες, τα κανόνια
μα με τρομάζει η βροχή,
του Μπιζανιού τα χιόνια.

Λειτούργησε την Παναγιά
κι άναψε τ’ αγιοκέρι
να με βοηθήσει μάνα μου,
να ’ρθεί το καλοκαίρι.

Να βγει ο ήλιος μια φορά
κι από χαρά θα κλάψω
κι από τα Γιάννενα γραφή,
μάνα μου, θα σου γράψω.

Μη κλαίς μανούλα μου χρυσή
γρήγορα θα γυρίσω
και νικητής, μανούλα μου,
γλυκά θα σε φιλήσω.



Εσείς πουλιά πετούμενα

Εσείς πουλιά πετούμενα
πετάξτε με λιακάδα,
φιρμάνι για να στείλετε
σε όλη την Ελλάδα:
«πως το Μπιζάνι έπεσε
τα Γιάννενα παρθήκαν,
Γιαννιώτες και Γιαννιώτισσες
όλοι στους δρόμους βγήκαν.»
Εχάραξε η λευτεριά
ανέτειλε η νίκη,
γιορτάζουνε τα Γιάννενα
για τη μεγάλη νίκη!


Το λένε τα ψηλά βουνά
και η γαλάζια λίμνη
τ’ ακού’ η κυρά Βασιλική
και η κυρά Φροσύνη
ολός ο κόσμος να το δει
και ο ντουνιάς να μάθει:
«πως το Μπιζάνι έπεσε
και η Τουρκιά εχάθη.»
Εχάραξε η λευτεριά
ανέτειλε η νίκη,
γιορτάζουνε τα Γιάννενα
για τη μεγάλη νίκη!




        Βοή κι αντάρα
[Σήκω καημένε Αλή πασά]

Βοή κι αντάρα ακούγεται
βροντοκοπούν ντουφέκια
και τα κανόνια πέφτουνε
σα να ’ν’ αστροπελέκια.

Σήκω καημέν’ Αλή πασά
να δεις τα Γιάννενά σου,
τα πήρανε οι  Έλληνες
δεν είναι πια δικά σου!
                ---
Η πονεμένη Ήπειρος
πανήγυρη ετοιμάζει
στο Μέτσοβο ελεύθερος
ήλιος γλυκοχαράζει.

Σήκω καημέν’ Αλή πασά
να δεις τα Γιάννενά σου,
τα πήρανε οι  Έλληνες
δεν είναι πια δικά σου!
                ---
Και για να παρηγορηθείς
βεζύρη μου κι αν κρίνεις
ειπέ το της Βασιλικής
και της κυρά Φροσύνης.

Σήκω καημέν’ Αλή πασά
να δεις τα Γιάννενά σου,
τα πήρανε οι  Έλληνες
δεν είναι πια δικά σου!
                 ---
Και η Χιμάρα η ξακουστή
φοράει τα γιορτινά της
γιατί ελευθερώνονται
μαζί τα Γιάννενά της.

Σήκω καημέν’ Αλή πασά
να δεις τα Γιάννενά σου,
τα πήρανε οι  Έλληνες
δεν είναι πια δικά σου!


Στα ξακουσμένα Γιάννενα

Στα ξακουσμένα Γιάννενα
του Πύρρου την πατρίδα,
την ένωση-τη λευτεριά
αγκαλιασμένες είδα.

Στης λίμνης τα γλυκά νερά
τα κρυσταλλένια, τ’ άσπρα,
εκεί που καθρεφτίζεται
ο ουρανός με τ’ άστρα.

Τώρα οι κύκνοι κολυμπούν
και τραγουδούν τ’ αηδόνια,
πως πέρασαν αγύριστα
τ’ Αλή πασά τα χρόνια.

Χιλιάδες κόρες όμορφες
με δάφνες τραγουδούνε,
το δοξασμένο μας στρατό
τρέχουνε για να βρούνε.



Τα πήραμε τα Γιάννενα

Τα πήραμε τα Γιάννενα
μάτια πολλά το λένε,
άντρες-γυναίκες και παιδιά
απ’ τη χαρά τους κλαίνε.

Το Μεσολόγγι χαίρεται
χαίρεται και η Μάνη,
που πήραμε τα Γιάννενα
μαζί και το Μπιζάνι.

Τα Γιάννενα τα ζήλευαν
αγάδες και πασάδες,
αλλά δεν τα κατάφεραν
να γίνουν αφεντάδες.

Τα πήραμε τα Γιάννενα
γιορτάζουμε τη νίκη,
πήραμε Σαραντάπορο
και τη Θεσσαλονίκη.

Τα πήραμε τα Γιάννενα
μάτια πολλά το λένε,
άντρες-γυναίκες και παιδιά
απ’ τη χαρά τους κλαίνε.

  

Εθνικός ύμνος

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!