"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Σχολική γιορτή για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων



Σχολική γιορτή για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

«Δεν ήρθε πρώιμα η Άνοιξη κι ουδέ το Καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,
γιατί ελευθερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»


Τα Γιάννενα μετρούν σήμερα 103 χρόνια ελεύθερης ζωής. Η 21η Φεβρουαρίου του 1913 ήταν η μέρα που ξύπνησαν οι κάτοικοι της ιστορικής πόλης, της πόλης των θρύλων και των παραδόσεων, των γραμμάτων και του πολιτισμού, με τη μεθυστική γεύση της ελευθερίας στην καρδιά τους και την ανείπωτη χαρά της ανεξαρτησίας στην ψυχή τους.

Την 21η του Φλεβάρη, και κάθε τέτοια μέρα, όχι μόνο η Ήπειρος, αλλά ολάκερη η Ελλάδα πανηγυρίζει την ιστορική επέτειο της απελευθέρωσης -από τον τουρκικό ζυγό-  της πόλης που έγινε συνώνυμο του αγώνα για τη λευτεριά.

Τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται ειρηνικά από τους Οθωμανούς το 1431 με τον Σινάν Πασά (22 χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης που έγινε στις 29 Μαΐου του 1453), και εγκαθιδρύεται η τουρκική κυριαρχία που διαρκεί 482 χρόνια.

Χρόνια δύσκολα και μαύρα. Πολλές γενιές Ηπειρωτών γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα σε «πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι», λαχταρώντας μια αχτίδα φωτός, ένα σημάδι λευτεριάς, όπως μας τραγουδάει και ο ποιητής μας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:


Επέσανε τα Γιάννενα
σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους,
εκλείσανε τα μάτια.

Η μάνα σφίγγει το παιδί
βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί 'ναι χρόνοι δύστυχοι
και τρέμει μην το χάσει.

Τραγούδι δεν ακούγεται,
ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος
και μνήμα το κρεβάτι.
Κι η χώρα κοιμητήριο
κι η νύχτα ρημοκλήσι.


Άγρυπνος ο Αλή-πασάς,
ακόμη δε νυστάζει,
και σ' ένα δέρμα λιονταριού
βρίσκεται ξαπλωμένος.

Το μέτωπό του είναι βαρύ,
θολό, συννεφιασμένο
και τό ΄βαλεν αντίστυλο
το χέρι του, μην πέσει.

Χαϊδεύει με τα δάχτυλα
τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού
τη φοβερή τη χαίτη.

Αγκαλιασμένα τα θεριά,
σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο ,
το μάτι δε γνωρίζει,
ποιο τάχα να ’ν’ το ζωντανό
και ποιο το σκοτωμένο.

Στην άκρη στο παράθυρο,
σιωπηλός προσμένει
και τρομαγμένος τον θωρεί
ο φίλος του ο Ταχήρης.

Άρθρο του δημοσιογράφου εκείνης της εποχής, Γιώργου Χατζή:

«Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσιες θλιβερές Πασχαλιές, κανένας Ηπειρώτης δεν χάρηκε το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι τού γίνονταν το νερό στα χείλη, εφόσον σε ένιωθε Εσένα, ώ φιλτάτη και κλαμένη πόλη, πόλη πληγωμένη, να κάνεις δεήσεις στον Εσταυρωμένο Χριστό να σου λυπηθεί την αγωνία και τον θρήνο.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππους μας, και κανένας πατέρας μας δεν χάρηκε -πεντακόσια χρόνια τώρα- τα παιδιά του...»

Αυτά έγραψε ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της στις 3 Μαρτίου 1913, σ’ ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του. Και συνεχίζει…

«Έξω από την πόλη, χωριά ολόκληρα καίγονταν και ληστεύονταν καθημερινά από τον Τούρκικο στρατό. Γυναίκες βιάζονταν και έπειτα δέρνονταν μέχρι θανάτου. Ιερά σκεύη εκκλησιών παίρνονταν ως λάφυρα και πουλιόταν έπειτα στην αγορά των Ιωαννίνων από Λιάπηδες και Τούρκους στρατιώτες. Και ήταν τέτοιες οι πράξεις τους που προκαλούσαν μόνο φρίκη.
Μέσα στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο φόβος και ο τρόμος. Ένα άγριο, βάρβαρο, άτιμο και πέρα από κάθε νόμο και πολιτισμό, σκληρό στρατοδικείο, καταδίκαζε και τιμωρούσε όποιον ήθελε. Πέντε έξι χαφιέδες αστυνομικοί και μερικοί Τουρκογιαννιώτες (Τούρκοι μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα την ελληνική) έγραφαν και μοίραζαν "ζουρνάλια" εναντίον του ενός και του άλλου, νύχτα και μέρα.

Μια κρεμάλα είχε στηθεί στο στρατοδικείο. Άλλη μια στην πλατεία. Άλλη έξω από την πόλη. Και ακούγονταν απαίσια κτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί, γεμάτοι φόβο και τρόμο οι Έλληνες έκρυβαν τα δάκρυά τους και μάθαιναν τα δυσάρεστα νέα: «Σήμερα κρέμασαν έξι Χριστιανούς! Αύριο κρεμούν άλλους!»
Και το απαίσιο σχοινί δούλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκες μαγείρευαν το μόνο φαγητό για την Τουρκογιαννιώτικη όρεξη: «Κρεμάλα στους Χριστιανούς!»

Ο Άγγελος Σικελιανός για τον αγώνα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων


[...] Την ίδια χρονιά (1912) ο ποιητής, αφού μάλιστα επιστρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, έγραψε τα ποιήματα «Δέηση», «Θεσσαλία», «Προσευχή για τα Γιάννενα» και «Μαβίλης». Είναι προφανές, ακόμα και από τους τίτλους των ποιημάτων ότι ο εθνικός αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας τον είχε συγκλονίσει και τον είχε  εμπνεύσει. Ενδεικτικά στο ποίημα με τον τίτλο: «Μαβίλη», διαβάζουμε:

Το μεγάλο κορμί σου ομπρός στα Γιάννενα
και ο λογισμός Σου, κορυφή των κρίνων
ας είναι αρχή ν’ ανοίξει διάπλατα
του οχτρού, για να μπει το άνθος των Ελλήνων.
κι ας σου κάμουν οι νιοί το νεκροκρέβατο
με των δαφνών κλαριά και με των σκίνων
να σε φέρου, ωραίε κι άσπιλε Ήρωα
σα λείψανο άγιο μπρος στην Άγια Πύλη
Του στρατού της Ηπείρου όλα ας σκύψουνε
να σου αγγίξουν το μέτωπο τα χείλη
Απλός στρατιώτης κ’ εγώ, σκύβω δίνοντας
τον ύστερο ασπασμό σ’ Εσέ Μαβίλη!

Domenica del Corriere 16/23 Mar 1913
[αναρτήθηκε από Stephan Dimos]
Ολόκληρο το ποίημα διαπνέεται από τον ενθουσιασμό για την αυτοθυσία των Ελλήνων, και δη του Μαβίλη, κατά την υπεράσπιση των ελληνικών πληθυσμών. Ο Μαβίλης λαμβάνει τη διάσταση ήρωα και η πράξη του λειτουργεί ως υπόδειγμα για όλους τους Έλληνες. Είναι μάλιστα πολύ ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Σικελιανός, όπως ο Αισχύλος πριν από 2500 χρόνια, ονομάζει τον εαυτό του απλό στρατιώτη που επιθυμεί να δώσει τον τελευταίο ασπασμό στο Λορέντζο Μαβίλη. Για την ιστορία ας υπενθυμίσουμε ότι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ήταν ο τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής σχολής και έπεσε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους στη μάχη του Δρίσκου το 1912, μαχόμενος μάλιστα σε ηλικία πενήντα δύο χρονών!
Στο ποίημα «Γιάννενα» η προσδοκία της απελευθέρωσης των ελληνικών πληθυσμών, προσλαμβάνει το χαρακτήρα παιδικού ονείρου που επιτέλους εκπληρώνεται.

Θλιφτό ξανάρθε τ’ όνειρο τ’ αθώο – το παιδιακίσιο
Νανούρισμα της μάνας μας στις κούνιες μας, τα βράδια:
«Κοιμήσου, το παιδάκι μου, κ’ εγώ θα σου χαρίσω
την Άρτα με τα Γιάννενα, τη Χιό με τα καράβια»



[….]
Στο ποίημα «Μνημόσυνο», που ανήκει στη συλλογή «Επίνικιοι Α΄», ο Σικελιανός επανέρχεται προτάσσοντας την ιδιότητα του στρατιώτη.

Ίσκιοι του Σαρανταπόρου, όπου βράχοι
από τον Όλυμπο ως την Αϊτοράχη
ξυπνάτε και σαλεύετε οι πεσμένοι
Δεχτήτε ω άγιο , στης νυχτός τα σκότη,
μνημόσυνο από ’νανε στρατιώτη
που δέεται με ψυχή γονατισμένη!
__________________________
Διαβάστε περισσότερα, εδώ: http://www.ellinismos.gr/content/%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-0

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

«Στα Γιάννενα» - διάλογος με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη!

[Από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1952]

                                                                                   
                                                  ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατ’ εἶναι χρόνια δύστυχα καὶ τρέμει μὴν τὸ χάση.

   Μὲ τοὺς στίχους αὐτοὺς τοῦ Βαλαωρίτη στὴ μνήμη μου, ξεκίνησα ἀπὸ τὴν Πρέβεζα, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ξακουσμένη Πόλη. Τὸ αὐτοκίνητο ξεπερνᾶ τὸν ἀπέραντο ἐλαιώνα τῆς Πρὲβεζας, διαβαίνει ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια τῆς Νικοπόλεως καὶ χάνεται μέσα στὶς χαράδρες καὶ τὶς λαγκαδιὲς τῶν Ἠπειρωτικῶν βουνῶν. Βουνὰ ψηλά, γυμνὰ τὰ περισσότερα, ἄγρια, δυσκολοπάτητα. Αὐτὰ ἔθρεψαν τὴν κλεφτουριὰ τοῦ Εἰκοσιένα. Κι αὐτά, μαζὶ μὲ τὴ φτώχεια τῆς γῆς, διώχνουν πάντα ἀπὸ κοντά τους τοὺς ἐργατικοὺς Ἠπειρῶτες καὶ τοὺς στέλνουν στὰ ξένα. Κι ἐκεῖ, μὲ τὴν τίμια ἐργασία τους πλουτίζουν καὶ μὲ τὴ μεγάλη ψυχή τους γεμίζουν τὸν τόπο τους καὶ τὴν Ἀθήνα μὲ Πανεπιστήμια καὶ Ἀκαδημίες καὶ Πολυτεχνεῖα καὶ Στάδια καὶ Ἀρσάκεια καὶ Ζωσιμάδες σχολὲς κι ἄλλα μεγαλόπρεπα ἱδρύματα. Καὶ τὰ ἱδρύματα αὐτὰ μᾶς θυμίζουν κάθε στιγμὴ
τὰ ὀνόματα τοῦ Ἀβέρωφ καὶ τοῦ Σίνα, τοῦ Ἀρσάκη καὶ τοῦ Ριζάρη, τῶν Ζωσιμαδῶν καὶ τῶν Ζάππηδων καὶ τόσων ἄλλων μεγαλόκαρδων Ἠπειρωτῶν.
«Παμβώτις» Κώστας Μαλάμος, 1971-72
Ἀπὸ τὰ Ἠπειρωτικὰ βουνὰ κατεβαίνει ὁ Λοῦρος μὲ τὰ γάργαρα νερά του, ποὺ, σὲ μεγάλο διάστημα τὸν εἴχαμε σύντροφο δίπλα στὸν ἁμαξωτὸ δρόμο. Στὴν ποταμιά του, κάτω ἀπὸ θεόρατα πλατάνια, περάσαμε μιὰν ἀλησμόνητη ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ, σβήνοντας τὴ δίψα μας στὰ ὁλόδροσα
νερά του. Ξεκινοῦμε καὶ ἀρχίζομε πάλι τὸ κυνηγητὸ μὲ τὸ ποτάμι, ἀνάμεσα στὶς ἀτέλειωτες λαγκαδιές. Κάποτε ἀφήνομε τὴν ποταμιὰ κι ἀνηφορίζοντας βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ χάνι τοῦ Ἐμὶν - Ἀγᾶ. Περήφανα δείχνει τῆν ἐπιγραφή του: Στρατηγεῖο τοῦ 1912 – 1913. Εἶναι τὸ ταπεινὸ χάνι, ποὺ φιλοξένησε ὁλόκληρο χειμώνα τὸ Στατηγεῖο μας, ὅταν ἐπιχειροῦσε τὸ φονικὸ καὶ πολύνεκρο λυτρωτικὸν ἀγώνα. Μὲ συγκίνηση βαθειὰ ἀντικρύζομε τὸ ξακουσμένο χάνι.
Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ λοφοσειρὲς τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ καὶ τῆς Καστρίτσας, ποὺ τὰ παλληκάρια μας τὶς ἐπότισαν μὲ τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὰ Γιάννενα ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Κι ἀπάνω ἀπὸ τὶς λοφοσειρὲς αὐτές, ποὺ μῆνες ὁλόκληρους, μὲ τὰ πυκνὰ κανόνια τους, ἐσκόρπιζαν τὸ θάνατο στὰ Ἑλληνόπουλα, ὑψώνεται ὁλόγυμνη κι ἀπότομη ἡ κορφὴ τοῦ Ὀλύτσικα. Σκαρφαλώνοντας ὁλονυχτὶς στὰ χιόνια καὶ τοὺς πάγους του τὰ εὐζωνάκια μας, πέρασαν τὴν ἀπάτητη ραχούλα καὶ ρίχτηκαν ἀθώρητα στὸν κάμπο, ἀφήνοντας πίσω τους καὶ κάστρα καὶ κανόνια τούρκικα κι ἀμέτρητο τὸν ἐχθρικὸ στρατό. Κι ὁ μαῦρος καβαλλάρης τους, ὁ Βελισσαρίου, ἔστησε στὴν ἄκρη ἀπὸ τὴν πόλη τὴ σημαία του καὶ κάλεσε τοὺς ξαφνιασμένους Τούρκους νὰ παραδοθοῦν.
Κι ἡ 21 τοῦ Φλεβάρη βρῆκε λεύτερα τὰ Γιάννενα. Εἶχε νυχτώσει πιὰ σὰν τελείωσαν τὰ 103 χιλιόμετρα, ποὺ χωρίζουν τὴν Πρέβεζα ἀπὸ τὰ Γιάννενα, κι ἔμπαινε τὸ αὐτοκίνητο στὴ χιλιοτραγουδημένη πολιτεία. Ἀλλὰ τώρα οὔτε «νωρὶς ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε» οὔτε «ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της». Ἄφοβα καὶ χαρούμενα κυκλοφοροῦσαν μικροὶ καὶ μεγάλοι στοὺς λαμπροφωτισμένους δρόμους καὶ στὸ κέντρο τῆς ὄμορφης πολιτείας ὑψώνεται ἡ σημαία τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλληνικῆς Μεραρχίας. Μὰ πρὶν ἀκόμα γνωρίσω τὰ Γιάννενα, ἔνιωσα βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἕνα χρέος ἱερό. Ἤθελα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ προσκυνήσω τὴ μαρμάρινη προτομὴ τοῦ Μαβίλη, τοῦ σεμνοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ σεμνότερου ἥρωα τοῦ Δρίσκου, ποὺ εὐτύχησα κάποτε νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ κοντά. Εὐγενικὸς φίλος μὲ ὁδήγησε στὴν ἄκρη τῆς λίμνης, ποὺ στοργικὰ ἀγκαλιάζει καὶ δροσίζει τὰ Γιάννενα, τῆς λίμνης, ποὺ τὴν ἀγίασαν μὲ τὸ αἷμα τους τόσα Ἑλληνόπουλα καὶ τόσες Ἑλληνοποῦλες παρθένες, θυσία στὴν ἀνήλεη ψυχὴ τοῦ Ἀλῆ.
Ο μώλος της λίμνης και στο βάθος η προτομή του Λ. Μαβίλη
Ἐκεῖ στὴν ἀκρολιμνιά, λευκὴ σὰν τὴν ὁλόλευκη ψυχὴ του, ὑψώνεται ἡ προτομὴ τῆς σεβάσμιας μορφῆς τοῦ Λορέντσου Μαβίλη. Κοιτάζει ὁλόϊσα κατὰ τὴν κορφὴ τοῦ Δρίσκου, ποὺ τὴν πότισε μὲ τὸ αἷμα του, πολεμώντας γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀλύτρωτης πόλης. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ἀσήμωνε τὸ μάρμαρο καὶ τὴ λίμνη, διάβασα στὴν εὐγενικιά του φυσιογνωμία τὴ βαθειά του ἱκανοποίηση γιὰ τὴ μεγάλη νίκη. Πόση συγκίνηση ἔνιωσα στὸ ἀντίκρυσμα τῆς λευκῆς προτομῆς! Θυμήθηκα τὸν εὐγενικὸ γέροντα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ τὴν κόκκινη στολὴ τοῦ Γαριβαλδινοῦ, σὰν ξεκίναγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἀγύριστο ταξίδι· σκόρπισα γύρω λίγα λουλούδια, φερμένα ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, φίλησα εὐλαβικὰ τὴ σεπτὴ προτομὴ κι ἐγύρισα στὸ ξενοδοχεῖο μὲ τὴν ψυχή μου γεμάτη ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Μαβίλη. Τίποτε ἄλλο δὲ χωροῦσε στὴν ψυχή μου ἐκείνη τὴ βραδυά!
Ὁ ὕπνος μου ὕστερ’ ἀπὸ τὴν κούραση μακρινοῦ ταξιδιοῦ, ἦταν ἀνήσυχος. Κι ἡ λαχτάρα μου νὰ ξημερώση, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ποθητὴ πολιτεία, δὲν ἄφηνε τὸ ζωογόνο ὕπνο νὰ κλείση ἀναπαυτικὰ τὰ μάτια μου. Καὶ τότε μοῦ συνέβη κάτι ἀπερίγραπτο: Μπροστὰ στὴν ταραγμένη φαντασία μου παρουσιάστηκε, σὰν ὄνειρο, ὁλόσωμος καὶ μεγαλόπρεπος ὁ Μαβίλης. Ἡ ματιά του ἤτανε τόσο γλυκειὰ καὶ στοργική, ὥστε καμιὰ ταραχὴ δὲν ἔνιωσα. Μοῦ φάνηκε πὼς συνεχίζαμε παλιὰ ὁμιλία, ἀρχινημένη ἐδῶ καὶ 17 χρόνια!...
―Ἔχω ἕνα παράπονο ἀπὸ σένα, φίλε μου, ἄρχισε νὰ λέη ὁ Ποιητής. Σ’ ἕνα βιβλίο σου ἔγραψες ἕνα κεφάλαιο καὶ γιά μένα· καὶ μ’ ὀνομάζεις ἐκεῖ Ποιητὴ καὶ Ἥρωα. Γιατί χαρίζεις ἔτσι εὔκολα τὰ μεγάλα ὀνόματα; Ἂν εἶμαι ποιητὴς ἐγώ, τί εἶναι τότε ὁ Σολωμὸς κι ὁ Βαλαωρίτης κι ὁ Παλαμᾶς; Κι ἂν ὀνομαστῶ ἐγὼ ἥρωας, πῶς θὰ ὀνομαστῆ ὁ Βελισσαρίου κι οἱ ἄλλοι γιγαντομάχοι τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ;
―Γιατί προτιμήσατε νὰ πολεμήσετε στὴν Ἤπειρο κι ὄχι ἀλλοῦ; ρώτησα τὸν Ποιητή.
―Ζώντας στὴν Κέρκυρα, μοῦ ἀπάντησε, εἶχα πιὸ κοντά μου τὸ Σούλι καὶ τὴ Χειμάρα καὶ τὰ Γιάννενα κι ἔνιωθα πιὸ βαθιὰ τὴ σκλαβιά τους. Τὰ βάσανα αὐτοῦ τοῦ τόπου ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασὰ συγκινοῦσαν βαθύτερα τὴν καρδιά μου· καὶ τὰ τραγούδια γιὰ τὸν Μπότσαρη καὶ τὸν Κατσαντώνη νανούριζαν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή μου. Θὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ δοῦμε μαζὶ τὰ Γιάννενα, γιὰ νὰ ἐξηγήσης καὶ μόνος σου τὴν προτίμησή μου. 
Καὶ βγήκαμε μαζὶ στὴ φεγγαροφώτιστη πολιτεία, ποὺ κοιμόταν ἥσυχη καὶ ἀμέριμνη, λυτρωμένη πιὰ ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῆς σκλαβιᾶς.
―Σὰν Ρουμελιώτης, ἐσύ, μοῦ λέει ὁ Ποιητής, θὰ ξέρης τὸ τραγούδι, ποὺ ἀρχίζει μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:
Ἐψὲς ἤμουν στὰ Γιάννενα, ψηλὰ στὴ Λιθαρίτσα.
Νά, αὐτὴ εἶναι ἡ Λιθαρίτσα.
Βρεθήκαμε σὲ μιὰ μικρὴ πλατεία, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος ἐξώστης γιὰ τὴν πόλη. Ὑπέροχο ἦταν τὸ θέαμα, ποὺ ἁπλώθηκε τότε μπροστά μας. Ὁλόγυρά μας, ἀριὰ καὶ δεντροστόλιστα, ἡσύχαζαν τὰ Γιαννιώτικα σπίτια μὲ τὶς 22 χιλιάδες κατοίκους. Κάτω ἡ λίμνη ἀγκάλιαζε τὸ κατάφυτο, ξακουσμένο νησί. Ἀπέναντι ὑψωνόταν, ψηλὸ κι ὁλόγυμνο, τὸ Μιτσικέλι, προστατεύοντας στοργικὰ τὴν πόλη ἀπὸ τὸ Θεσσαλικὸ βοριά. Καὶ μπροστά μας, βαρὺ κι ἐπιβλητικό, ἀκουμποῦσε στὴ λίμνη τὸ Κάστρο, τὸ ξακουσμένο Κάστρο, ποὺ πέρασε ὅλη τὴ ζωή του ὁ Ἀλής. Μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας καὶ στὸ ἀχνὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, μᾶς φάνηκε πὼς περιπλανιόταν, ἀνάμεσα στὰ συντρίμμια τοῦ Κάστρου, ἡ ἀνήσυχη σκιὰ τοῦ Ἀλή.
Καμάρωσε ὥρα πολλὴ τὰ δυὸ τζαμιά, ποὺ ὑψώνονται δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸ σιδηρόφραχτο τάφο, ποὺ δέχτηκε τὸ ἀκέφαλο πτῶμα του. Σεργιάνισε χαιρέκακα τὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια, ποὺ χρόνια καὶ χρόνια εἶχε κλείσει τὰ καλύτερα παλληκάρια τῆς Ρούμελης. Πλησίασε χαρούμενος στὴ σπηλιά, ποὺ κρεουργήθηκε ὁ Δεσπότης τῶν Τρικάλων Διονύσιος, σὰν ἔκανε τὴν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τοῦ 1612. Ἔριξε ἀστραφτερὴ ματιὰ στὴ λίμνη, ποὺ δέχτηκε τὸ σῶμα τῆς κυρα - Φροσύνης καὶ τόσων ἄλλων Ἑλληνίδων παρθένων. Στὸ τέλος γύρισε μὲ ἀγωνία ὥρα πολλὴ ἐδῶ κι ἐκεῖ, τοῦ κάκου ἀναζητώντας τὰ ἐξαφανισμένα ἐρείπια τοῦ πυρπολημένου παλατιοῦ του· καὶ δὲ βρῆκε ἀπ’ αὐτὰ οὔτε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Καὶ τραβώντας μὲ λύσσα τὴν πυκνὴ γενειάδα του, χάθηκε σὲ μιὰ σκοτεινὴ τρύπα τοῦ Κάστρου.
Περάσαμε ὕστερα μὲ μιὰ βάρκα τὴ λίμνη καὶ βγήκαμε στὸ νησί. Τρία παλιὰ μοναστήρια, κάτω ἀπὸ αἰωνόβια πλατάνια, ξεχώριζαν ἀπὸ τ’ ἄλλα σπιτάκια τοῦ νησιοῦ. Σώζονται σ’ ὅλα θαυμάσιες τοιχογραφίες. Στὸ παλιότερο μάλιστα, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, χτισμένο στὰ 1190, εἴδαμε κάτι σπάνιο. Ἑπτὰ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοὶ (Θουκυδίδης, Σωκράτης, Ἀριστοτέλης κ. ἄ.) ἦταν ζωγραφισμένοι στὴ σειρὰ καὶ ἐλατρεύοντο σὰν Ἅγιοι.
―Μόνο ἐδῶ, θαρρῶ, εἶπε ὁ Ποιητής, σκέφτηκαν νὰ λατρέψουν τοὺς ἀρχαίους σοφούς· κι ἔκαναν πολὺ σωστά, γιατὶ κι ἐκεῖνοι βασάνισαν τὸ νοῦ τους, γιὰ νὰ βροῦν τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ χρήσιμο στὸν κόσμο. Ὁ Σωκράτης μάλιστα πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸ κήρυγμά του. Ἦταν, σὰ νὰ ποῦμε, ἕνας ἄλλος πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ.
Δίπλα στὸ ἕνα μοναστήρι ἦταν ἕνα παλιὸ διώροφο σπιτάκι· μέσα σ’ αὐτὸ τιμωρήθηκε ὁ Ἀλὴς γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Σουλτάνος εἶχε στείλει πιστοὺς ἀξιωματικοὺς νὰ τοῦ φέρουν τὸ κεφάλι τοῦ ἀποστάτη. Ἐκεῖνοι τὸν γέλασαν, νἄρθη στὸ νησί, γιατὶ στὴν πόλη ἦταν ἀδύνατο νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Ἀλὴς κατάλαβε τὴν ἀπάτη κι ἔτρεξε νὰ τρυπώση στὸ σπιτάκι αὐτό. Οἱ ἀξιωματικοὶ μὴ μπορώντας νὰ πλησιάσουν τὴ σφαλισμένη πόρτα, μπῆκαν στὸ ὑπόγειο κι ἀπὸ κεῖ μπόρεσαν νὰ πυροβολήσουν καὶ νὰ τὸν ξεκάνουν. Κι ἐπῆγαν στὸ Σουλτάνο τὸ κεφάλι, ποὺ ζήτησε. Σώζεται ἀκόμα τὸ σαθρὸ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ξεχωρίζει σ’ αὐτὸ ἡ τρύπα ποὺ σχηματίστηκε ἀπὸ τὴ φονικὴ σφαίρα.
Τώρα ἀπόλυτη σιγὴ βασιλεύει ἐκεῖ γύρω καὶ μόνο ἕνας θεόρατος πλάτανος στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ ἀπομένει θεατὴς καὶ μάρτυρας τῆς φοβερῆς σκηνῆς. Προχωρήσαμε στὴν κορφὴ τοῦ νησιοῦ, δίπλα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἠλία. Τὸ φεγγάρι μεσουρανοῦσε πιά, σκορπίζοντας παντοῦ τὸ ἀχνόξανθο φῶς του. Ὁ Ποιητὴς γύρισε ὁλόγυρα τὴ θεία ματιά του κι ἐγὼ τὴν ἀκολουθοῦσα.
―Μὲ ρώτησες γιατί προτίμησα νὰ πολεμήσω στὴν Ἤπειρο, μοῦ εἶπε. Ὅλα ὅσα εἶδες μὲ τραβοῦσαν ἐδῶ. Βλέπεις ἐκεῖ πέρα τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητροπόλεως; Δίπλα εἶναι ὁ τάφος τοῦ Νεομάρτυρα Γεωργίου, ποὺ ἅγιασε στὰ 1838. Πιὸ ἀπάνω εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Τσακάλωφ, διατηρημένο ὅπως ἦταν στὸν καιρό του. Ὅλα ἐδῶ γύρω εἶναι Ἑλληνικά. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα κι οἱ Ἑβραῖοι, μόνο ἑλληνικὰ μιλοῦσαν. Πῶς λοιπὸν μποροῦσα νὰ νιώθω τὰ Γιάννενα σκλαβωμένα;
Κι ἐξακολούθησε:
―Τὰ κανόνια τοῦ Μπιζανιοῦ ἐμπόδιζαν τὴν προέλαση τοῦ στρατοῦ μας.Τὸν εἶχαν καρφώσει στοὺς βράχους τῆς Μανωλιάσας. Ἐμεῖς οἱ Γαριβαλδινοί, περνώντας ἀπὸ τὴ Θεσσαλία καὶ κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ Δρίσκο, ἐλπίζαμε νὰ μποῦμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ καμάρι τὸ λόφο τοῦ Δρίσκου, ποὺ ποτίστηκε μὲ τὸ αἷμα τόσων παλληκαριῶν.
―Ἀλλὰ τὰ κανόνια τῆς Καστρίτσας, εξακολούθησε ὁ Ποιητής, δὲ μᾶς ἄφησαν νὰ πετύχωμε τὸ σκοπό μας. Κι ἔτσι δὲν μπήκαμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Ἦταν ἡ μόνη στιγμή, ποὺ εἶδα πονεμένο τὸν Ποιητή.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανῶ πὼς εἶδα τὴ συγκίνησή του, γύρισα τὴ ματιά μου στ’ ἀσημωμένα νερὰ τῆς λίμνης. Μὰ σὰν ξαναγύρισα νὰ δῶ τὸ σύντροφό μου, δὲν ἦταν πιὰ κοντά μου ὁ Ποιητής.
Καὶ τὸ γλυκό μου ὄνειρο τελείωσε...

Δημ. Κοντογιάννης

(Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ — Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ,ΑΘΗΝΑΙ 1952, σελ.157-165)

Το κείμενο μάς έστειλε ο φιλόλογος-καθηγητής κος Λεωνίδας Πυργάρης και τον ευχαριστούμε πολύ!

Η κατάληψη του Μπιζανίου σε σπάνιες λιθογραφίες



Μια ωραία λιθογραφία για την κατάληψη της οχυράς θέσεως Μπιζάνι, την 20ή Φεβρουαρίου 1913, 
μετά από επίθεση του πεζικού και των ευζώνων με εφ' όπλου λόγχη.





Η τελευταία μεγάλη μάχη του Μπιζανίου. Λιθογραφία για τη μάχη του Μπιζανίου,
με το ομώνυμο οχυρό σχεδιασμένο από τον καλλιτέχνη.








Η πολιορκία του Μπιζανίου.



----------------------------------------------------------------
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «ανεμούριον»
Περισσότερο υλικό θα βρείτε εδώ: http://anemourion.blogspot.gr/


ΕΛΛΑΔΑ 1912-13 - National Geographic - Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΡΜΗΣΗ - βίντεο




Προς Ήπειρο και Γιάννενα [34':26" - 41':04"]

"ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" : Ο Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1912-1913) -βίντεο



Μέτωπο Ηπείρου: [34΄:36"-τέλος]

Γιάννενα του στοχασμού και των θρύλων (βίντεο)






Στο πλαίσιο του εορτασμού της εκατονταετηρίδος της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων, 
το ντοκιμαντέρ διατρέχει,- με σημαντικούς πανεπιστημιακούς μελετητές και άλλους ερευνητές, 
που έχουν βαθύνει στο αντικείμενο,- την Ιστορία της πόλης, από τα βυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας 
με κεντρική αναφορά στις επιχειρήσεις της απελευθέρωσης. 

Βασικές ενότητές του είναι: 
τα Βυζαντινά Γιάννενα, 
ο Διαφωτισμός και η Ευεργεσία, 
το Πασσαλίκι των Ιωαννίνων, 
τα 100 χρόνια σκλαβιάς της πόλης μετά την Ελληνική Επανάσταση και 
τα 100 χρόνια της σύγχρονης πόλης. 


Ένας αυτόπτης περιγράφει την εποποιΐα του Μπιζανίου

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «ανεμούριον»
--------------------------------------------------------------
Ζωντανές περιγραφές των μαχών της Ηπείρου, της αλησμόνητης εκείνης εποχής, έδωσε τότε ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν, πολεμικός ανταποκριτής τού παρισινού «Χρόνου», που έζησε από κοντά τις μάχες δίπλα στους Έλληνες στρατιώτες....

Ο ποιητής Σπύρος Ματσούκας απαγγέλλει στους στρατιώτες.
Ήταν ο Εθνικός βάρδος του Μακεδονικού Αγώνος και των Βαλκανικών Πολέμων.

.....

5 Μαρτίου (21 Φεβρουαρίου) - 
«Χθες πρωί στις 6.30 το κανόνι βροντά πάλι. Ή επίθεση άρχισε. Όλη τήν ημέρα έγινε στό Κοτόρτσι μία μονομαχία πυροβολικού μεταξύ Κανέττας καί Μπιζανίου πού απαντά αδύναμα στό σφυροκόπημα τών πυροβόλων. Ύστερα άπό μικρή διακοπή τό βράδυ τό κανονίδι ξαναρχίζει στις 9.30 δυνατό ένώ οί Τούρκοι ρίχνουν αραιά. Ενωρίς τό πρωί ή αριστερή πτέρυγα έκανε ισχυρή επίθεση καί κατέλαβε τό χωριό Μανωλιάσσα, Οί Τούρκοι σ' αυτήν τήν πλευρά όπισθοχωρούν… Ο στρατός πού βρίσκεται στό άκρον δεξιά πολέμησε επιτυχώς όλη τήν ήμερα καί ανάγκασε τους Τούρκους νά υποχωρήσουν. Η 3η μεραρχία στά βορειοδυτικά τής Κονίτσης βρίσκεται σήμερα σέ μικρή απόσταση άπό τά Γιάννενα. 

Φεύγω άπό τό Κοτόρτσι καί πηγαίνω στό Λοζέτσι. Ανεβαίνω στό μοναστήρι τής Τσούκας πού είναι ένας θαυμάσιος φυσικός εξώστης γιά νά παρακολουθήσω τήν μάχη. Πραγματικά άπό εκεί πάνω φαίνονται οί κορυφές τού Μπιζανίου τής Μανωλιάσσας, τά οχυρά τού Αγίου Νικολάου, Δουρουτίου, Σαδοβίτσας, ή πόλη καί ή λίμνη τών Ιωαννίνων καί τό οχυρό τής Γαστρύτσας μέ τήν πεδιάδα πού τό χωρίζει άπό τό βουνό όπου ευρίσκομαι. Εχω μιά εικόνα συνόλου πολύ καθαρή τής κατασκευής τού εδάφους καί διαπιστώνω πόσο καλά ή φύση ώχύρωσε μόνη της τά Ιωάννινα. Οί εργασίες τού Φόν Ντέρ Γκόλτζ δέν έκαναν άλλο άπό τό νά συμπληρώσουν τό φυσικό οχυρωματικό έργο. Η υπεροχή τών Τούρκων προέρχεται μόνον εξαιτίας τής φυσικής όχυρώσεως τής πόλεως. Οταν σκέπτομαι ότι τον Δεκέμβριο ο στρατός τής Ηπείρου είχε μόνον 4 τάγματα ευζώνων, ένα σύνταγμα πεζικού καί τήν 2α μεραρχία πού υπεράσπιζε τά υψώματα τής Μανωλιάσσας, οτι τό σύνολο τών πυροβόλων ήταν 4 κανόνια τών 105 καί 4 κανόνια τών 75 στην Κανέτα, όταν σκέπτομαι οτι μ' αυτές τις δυνάμεις ο συνταγματάρχης Ιωάννου τόλμησε νά έπιτεθή στό Μπιζάνι μέ 4 τάγματα Ευζώνων, δέν μπορώ παρά νά αισθανθώ απεριόριστο θαυμασμό. Αυτή ή απόπειρα αποδεικνύει ότι ό ελληνικός στρατός είναι πολύ νέος. Θυμίζει τά μικρά παιδιά πού τρέχουν στις στέγες τών σπιτιών χωρίς νά πέφτουν γιατί απλώς άγνοούν τόν κίνδυνο. Αλλωστε κι' αν τόν ήξεραν θά ήταν το ίδιο. Οι Ελληνες στρατιώτες έχουν μια μεγαλόπρεπη περιφρόνηση προς τόν θάνατο που πρέπει οι αρχηγοί τους μάλλον νά χαλιναγωγούν παρά νά ενθαρρύνουν γιά νά μην έχουν άσκοπες απώλειες μαχητών. Δεν αμφιβάλλω οτι ή διοίκηση θά υιοθέτηση αυτή τή σώφρονα γραμμή ιδίως τώρα που ή Α.Β.Υ. ο διάδοχος των Ελλήνων Κωνσταντίνος ανέλαβε τήν άρχιστρατηγία. 

Στις 6 κατεβαίνω άπό τό μοναστήρι γιά νά πάω στό Λοζέτσι. Ολοι οί αξιωματικοί πιστεύουν οτι ή αυριανή επίθεση που συμπίπτει με τήν άφιξη τής 3ης μεραρχίας θά προκαλέσειτήν πτώση των Ιωαννίνων». «Τό αραιό κάνονίδι δεν σταμάτησε τή νύχτα. Στις 5 τά χαράματα εντείνεται. Πιστεύω οτι αυτό σημαίνει γενική επίθεση των 'Ελλήνων. Στις 5.30 απλώνεται σιωπή. Ανεβαίνω πάλι στό μοναστήρι Τσούκα, τό παρατηρητήριο μου. Ούτε μιά κανονιά ούτε μιά πιστολιά. Τι συμβαίνει;Πριν άπό λίγη ώρα οί άνδρες φώναζαν «ζήτω» άπό τήν Άετορράχη. Τώρα ακούω την κραυγή τής χαράς κατά μήκος όλης τής γραμμής. Κάτι σοβαρό έχει συμβή. Κατεβαίνω άπό τό μοναστήρι και σπεύδω τρέχοντας στό Λοζέτσι. «Χριστός Ανέστη» φωνάζουν οι στρατιώτες. «Τά Γιάννενα έπεσαν!». Η είδηση είναι επίσημη. Τήν νύχτα άρχισαν οί διαπραγματεύσεις γιά τήν παράδοση. Ο Έσάντ Πασάς ζήτησε στην αρχή νά μείνη ελεύθερος ό στρατός του. Ο Διάδοχος αρνήθηκε και διέταξε γενική επίθεση στις 5 τό πρωΐ. Στις 5.30 ό Εσάντ δέχεται τους όρους. Τώρα ό στρατός θά καταλάβη τό Μπιζάνι. Υστερα τό Τάγμα ευζώνων τού συνταγματάρχου Ιωάννου θά μπή στά Ιωάννινα». Η παράδοσις των όπλων που σημειώνει τό τέλος τής τουρκικής αντιστάσεως στην μάχη για τήν Ήπειρο. 

Ιωάννινα 6 Μαρτίου βράδυ (22 Φεβρουαρίου) - 
«Επιτέλους βλέπω τα Ιωάννινα στην άκρη της γαλανής λίμνης απέναντι από μια τεραστία οροσειρά που της κρύβει τον ορίζοντα προς βορράν. Εμπρός στην πόλη στρατοπεδεύει η εμπροσθοφυλακή των Ευζώνων που έφθασε χθες βράδυ 800 μέτρα εμπρός από τα Ιωάννινα και σήμερα μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη. Στους δρόμους οι άνθρωποι κλαίνε και χειροκροτούν τον στρατό. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων φθάνει στο παραλήρημα. Τα Ιωάννινα που κατείχαν οι Τούρκοι και που διεκδικούσαν οι Αλβανοί είναι μια πόλη πέρα για πέρα Ελληνική. Στο στρατηγείο μαθαίνω το σχέδιο των επιχειρήσεων που κατέληξε στην πτώση της πόλεως. Βασικά στηρίχθηκε πάνω σ' ένα στρατιωτικό τέχνασμα παλαιό όσο ο κόσμος, αλλά πάντοτε επιτυχές. Ο Διάδοχος και το ελληνικό στρατηγείο διέδωσαν καταλλήλως ότι η ελληνική επίθεση θα γινόταν από των κατευθύνσεων βορρά και βορειοδυτικά. Ταυτοχρόνως ο Διάδοχος συγκέντρωσε στο Εμίν Αγά όλες τις εφεδρείες των μεραρχιών του. Είχε μ' αυτόν τον τρόπο στο κέντρο μια συμπαγή μάζα από 23 τάγματα και 6 ορεινές πυροβολαρχίες. Αυτή η δύναμη μπορούσε να μετακινηθή εύκολα είτε προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά ανάλογα με το αν θα έπεφταν οι Τούρκοι στην παγίδα ή όχι. Το αποτέλεσμα ήταν ν' ακινητοποιηθή στο Βελβένι το Τουρκικό στράτευμα πού περίμενε την διάβαση της Ελληνικής μεραρχίας και να μη σπεύση στον αγώνα κατά της πόλεως. 

Οι Έλληνες συνεκρότησαν φάλαγγες ώστε εκτός από την κυρίαν εκ δυσμών επίθεσιν να γίνουν και άλλες δύο από ανατολάς και νότον. Αφού συγκεντρώθηκαν οι διάφορες μονάδες εις τα πεδία εξορμήσεως, επακολούθησε η επίθεση σε δύο φάσεις. Στην πρώτη εγένετο η προπαρασκευή ώστε τα χαράματα να βρεθούν οι φάλαγγες της αριστεράς πτέρυγος εις ταά υψώματα Άγιος Νικόλαος-Σαδοβίτσα έτοιμες να στραφούν προς ανατολάς, στην δε δευτέρα φάση να εκτελεσθή η επίθεση με κατεύθυνση την οχυρά περιοχή των Ιωαννίνων. Στις 4 το απόγευμα η κεντρική φάλαγγα που αποτελείτο από ευζώνους έκοψε τα τηλεγραφικά καλώδια μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων και έφθασε 800 μέτρα έξω από την πόλη. Από εκείνη την στιγμή τα Ιωάννινα εχάθησαν δια τους Τούρκους. Αργότερα στις 2 το πρωί απεσταλμένος του μητροπολίτου και εκπρόσωποι του Εσάντ Πασά εδήλωσαν στο Χάνι Εμίν Αγά παράδοση άνευ όρων την οποίαν απεδέχθη ο αντισυνταγματάρχης Δούσμανης εκ μέρους του Διαδόχου. 

Οι όροι της ανακωχής ήταν απλοί. Ο Εσάτ Πασάς παρέδιδε την πόλη, τα οχυρά και το υλικό και παρεδίδετο κι' ο ίδιος με τον στρατό του άνευ ορών. Ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός αγνοούσε αυτή την παράδοση γι' αυτό και η δεξιά φάλαγγα επετέθη στις 5 το πρωΐ όταν όλοι νομίσαμε ότι επρόκειτο περί της γενικής επιθέσεως. Οι Τούρκοι αγνοώντας και εκείνοι ότι ο Εσάντ Πασάς παρέδωσε την πόλη απήντησαν στην επίθεση. Αμέσως όμως έφθασαν οι διαταγές και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Οι αιχμάλωτοι Τούρκοι αξιωματικοί τους όποιους συνήντησα μού είπαν:
- Η Ελλάς βρήκε στον μέλλοντα βασιλέα της ένα πραγματικό στρατηγό και στον Βενιζέλο ένα από τους μεγαλύτερους πολιτικούς των νεότερων χρόνων. Για τον Βαλκανικό πόλεμο είπαν: 
- Ο φοβερότερος αντίπαλος μας δεν ήταν η Βουλγαρία, αλλά η Ελλάδα που ο στρατός της μας πήρε την Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα και που ο στόλος της μας πήρε τα νησιά του Αιγαίου και μας εμπόδισε να μεταφέρομε από την Τσατάλτζα τις 250.000 άνδρες που έχομε στη Μικρά Ασία και που η έλλειψη δρόμων και σιδηροδρόμων έχει ακινητοποιήσει στην Σμύρνη. Αν δεν υπήρχε ο ελληνικός στόλος θα είμαστε από καιρό τώρα στη Σόφια!».
-------------------------------------------------------------
Ολόκληρο το άρθρο θα βρείτε, εδώ: http://anemourion.blogspot.gr/2015/01/blog-post_577.html