Σχολική γιορτή για
την απελευθέρωση των Ιωαννίνων
«Δεν
ήρθε πρώιμα η Άνοιξη κι ουδέ το Καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε,
χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,
γιατί
ελευθερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»
Τα Γιάννενα μετρούν σήμερα 103 χρόνια ελεύθερης ζωής. Η 21η Φεβρουαρίου
του 1913 ήταν η μέρα που ξύπνησαν οι κάτοικοι της ιστορικής πόλης, της πόλης των
θρύλων και των παραδόσεων, των γραμμάτων και του πολιτισμού, με τη μεθυστική
γεύση της ελευθερίας στην καρδιά τους και την ανείπωτη χαρά της ανεξαρτησίας
στην ψυχή τους.
Την 21η του Φλεβάρη, και κάθε τέτοια μέρα, όχι μόνο η Ήπειρος, αλλά
ολάκερη η Ελλάδα πανηγυρίζει την ιστορική επέτειο της απελευθέρωσης -από τον
τουρκικό ζυγό- της πόλης που έγινε
συνώνυμο του αγώνα για τη λευτεριά.
Τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται ειρηνικά από τους Οθωμανούς το 1431 με τον
Σινάν Πασά (22 χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης που έγινε στις
29 Μαΐου του 1453), και εγκαθιδρύεται η τουρκική κυριαρχία που διαρκεί 482
χρόνια.
Χρόνια δύσκολα και μαύρα. Πολλές γενιές Ηπειρωτών γεννήθηκαν και πέθαναν
μέσα σε «πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι», λαχταρώντας μια αχτίδα φωτός,
ένα σημάδι λευτεριάς, όπως μας τραγουδάει και ο ποιητής μας Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης:
Επέσανε τα Γιάννενα
σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους,
εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί
βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί 'ναι χρόνοι δύστυχοι
και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται,
ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος
και μνήμα το κρεβάτι.
Κι η χώρα κοιμητήριο
κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλή-πασάς,
ακόμη δε νυστάζει,
και σ' ένα δέρμα λιονταριού
βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ,
θολό, συννεφιασμένο
και τό ΄βαλεν αντίστυλο
το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα
τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού
τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά,
σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο ,
το μάτι δε γνωρίζει,
ποιο τάχα να ’ν’ το ζωντανό
και ποιο το σκοτωμένο.
Στην άκρη στο παράθυρο,
σιωπηλός προσμένει
και τρομαγμένος τον θωρεί
ο φίλος του ο Ταχήρης.
Άρθρο του δημοσιογράφου εκείνης της εποχής, Γιώργου Χατζή:
«Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια.
Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσιες θλιβερές Πασχαλιές, κανένας
Ηπειρώτης δεν χάρηκε το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι τού γίνονταν το νερό στα
χείλη, εφόσον σε ένιωθε Εσένα, ώ φιλτάτη και κλαμένη πόλη, πόλη πληγωμένη, να
κάνεις δεήσεις στον Εσταυρωμένο Χριστό να σου λυπηθεί την αγωνία και τον θρήνο.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν
έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππους μας, και κανένας πατέρας μας
δεν χάρηκε -πεντακόσια χρόνια τώρα- τα παιδιά του...»
Αυτά έγραψε ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα
«Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της στις 3 Μαρτίου 1913, σ’ ένα μοναδικό και
ανεπανάληπτο άρθρο του. Και συνεχίζει…
«Έξω από την πόλη, χωριά ολόκληρα
καίγονταν και ληστεύονταν καθημερινά από τον Τούρκικο στρατό. Γυναίκες
βιάζονταν και έπειτα δέρνονταν μέχρι θανάτου. Ιερά σκεύη εκκλησιών παίρνονταν
ως λάφυρα και πουλιόταν έπειτα στην αγορά των Ιωαννίνων από Λιάπηδες και
Τούρκους στρατιώτες. Και ήταν τέτοιες οι πράξεις τους που προκαλούσαν μόνο φρίκη.
Μέσα στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο
φόβος και ο τρόμος. Ένα άγριο, βάρβαρο, άτιμο και πέρα από κάθε νόμο και
πολιτισμό, σκληρό στρατοδικείο, καταδίκαζε και τιμωρούσε όποιον ήθελε. Πέντε
έξι χαφιέδες αστυνομικοί και μερικοί Τουρκογιαννιώτες (Τούρκοι μουσουλμάνοι με
μητρική γλώσσα την ελληνική) έγραφαν και μοίραζαν "ζουρνάλια"
εναντίον του ενός και του άλλου, νύχτα και μέρα.
Μια κρεμάλα είχε στηθεί στο
στρατοδικείο. Άλλη μια στην πλατεία. Άλλη έξω από την πόλη. Και ακούγονταν
απαίσια κτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί, γεμάτοι φόβο και τρόμο οι
Έλληνες έκρυβαν τα δάκρυά τους και μάθαιναν τα δυσάρεστα νέα: «Σήμερα κρέμασαν
έξι Χριστιανούς! Αύριο κρεμούν άλλους!»
Και το απαίσιο σχοινί δούλευε και οι
απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκες μαγείρευαν το μόνο φαγητό για την Τουρκογιαννιώτικη
όρεξη: «Κρεμάλα στους Χριστιανούς!»