"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





«Όταν ήμουν στον πόλεμο», ΛΟΥΚΙΑΣ ΖΑΔΕ








Η εθελόντρια νοσοκόμα Λουκία Ζαδέ, σε κείμενό της για τους Βαλκανικούς Πολέμους, περιγράφει αναμνήσεις από την άλωση των Ιωαννίνων και εντυπώσεις της από τούρκικα σπίτια, όπως αυτή του σπιτιού του Οθωμανού πασά Εσσάτ και του ανιψιού του -και υπασπιστή του-, Ρεούφ Βέη:


«Ένα σαλόνι μεγάλο και αρκετά πλούσιο, γύρω-γύρω σοφάδες σκεπασμένοι με ωραία ανατολικά υφάσματα, καθώς και το πάτωμα με περσικά ταπέτα, και οι τοίχοι. Ένα τραπεζάκι στη μέση με τέσσερα σερβίτσια από φαγιάνς, με ασημένια μαχαιροπήρουνα, κρυστάλλινα ποτήρια, πετσέτες άσπρες σαν κρίνους, αλλά χωρίς τραπεζομάνδηλο!... μόνο με μουσαμά πρόστυχο και σκούρο.



Μας δέχεται μια ώμορφη νέα 17-18 ετών με μεγάλα καστανά μάτια, δέρμα ροδόλευκο, ωραία μαλλιά κρυμμένα σε σκούρο μανδηλάκι, σαν εκείνο που φορούν οι δικές μας νησιώτισσες· δειλή, συνεσταλμένη, με φωνή γλυκειά, απλά ντυμένη, με μια φούστα από κλαδωτό ύφασμα, μια πολκίτσα χωρίς κανένα στολίδι, με πασουμάκια. Το όλον χαριτωμένο και ιδιόρρυθμο.



Έρχεται η μητέρα, εκπάγλου καλλονής, με μάτια πρωτοφανούς ωραιότητος, με δυο μακριές πλεξούδες ώς τα γόνατα, χονδρές, καστανές, σγουρές. Ντυμένη όπως και η κόρη της. Μιλούν- βέρες Ηπειρώτισσες- Ελληνικά· ούτε ξέρουν καν Τούρκικα, εκτός της Νουριέ χανούμ (της κόρης) η οποία εσπούδασε Τουρκικά. Πονούν τους Έλληνας με τους οποίους ανετράφησαν, μισούν τους Βουλγάρους, τους Αλβανούς· μπρος στον Έλληνα η Τούρκισσα σηκώνει το τσαρτσάφ της (το βέλλο της), μπρος στον Εβραίο ποτέ!



Το γεύμα τελειώνει με μεγάλην ευθυμίαν· μια ωραία ασημένια λεκάνη σκεπασμένη με τρυπητό σκέπασμα σου παρουσιάζεται να πλένης τα χέρια σου· το νερό εξαφανίζεται από κάτω... το άκρον άωτον της προσοχής πια ως προς την καθαριότητα.



Οι Τούρκοι δεν είνε βάρβαροι. Από όλους αυτούς τους διακεκριμένους αξιωματικούς που γνώρισα, έλειπε η αυθάδεια και ο σαρκασμός, και είχαν στα μάτια και τα χείλη την ειλικρίνειαν των ωραίων χρωμάτων της Ανατολής, εκείνην την ίδια που μετριασμένη από την επίδρασι της χρυσομπογιάς της δύσεως έχομε και μεις».