"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





Πώς αποτυπώθηκε στη Λογοτεχνία η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Πώς αποτυπώθηκε στη Λογοτεχνία η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ"]
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΒΙΛΑΕΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Τετρακόσια ογδόντα τρία χρόνια σκλαβιάς έζησαν οι Γιαννιώτες κι όμως αυτά δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν τον Ηπειρώτικο λαό μας, το Έθνος μας, την Ελληνική ψυχή μας. Το 1430 μ.Χ. παραδόθηκαν τα Γιάννενα στους Τούρκους αλλά δεν τούρκεψαν. Κράτησαν τη γλώσσα, έσωσαν την παράδοση, κάνοντας φάρο στην πικρή ζωή τους την Ελλάδα, για πέντε σχεδόν αιώνες. Πάλευαν για τη λευτεριά τους, ευαισθητοποιώντας όλους τους Έλληνες που έτρεξαν να βοηθήσουν στον τελικό αγώνα που μας έδωσε τη Λευτεριά, εκατό χρόνια σχεδόν μετά την Επανάσταση του 1821. Εθελοντικές ομάδες απ’ τον αλύτρωτο ακόμα Ελληνισμό, όλη η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Σμύρνη, τα βάθη της Μ. Ασίας, η Κύπρος, έσπευσαν να λάβουν μέρος και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα σε εκείνους τους πολέμους του 12-13. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων συντάραξε τις ψυχές και αποτυπώθηκε με ενθουσιασμό και συγκίνηση στην Λογοτεχνία, στην Τέχνη, στην Ποίηση. Τα Δημοτικά τραγούδια, η Λογοτεχνία, η Ποίηση κατέγραψαν την πίκρα για τη ζωή της σκλαβιάς και την προσμονή της Λευτεριάς, την πίστη γι’ αυτόν τον Αγώνα και τέλος τον ενθουσιασμό για το Μέγα Αποτέλεσμα: την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ακόμα και σήμερα, διαβάζοντας αυτά που γράφτηκαν τότε, έρχονται δάκρυα στα μάτια μας και στις καρδιές μας, σα να ζούμε τώρα εκείνες τις στιγμές.


Η Γκυ Σαντεπλαίρ, σύζυγος του Γάλλου Προξένου Δυσσάπ, μας δίνει μια τραγική περιγραφή των σκλαβωμένων ακόμα Γιαννίνων στο παρακάτω κείμενό της: «Μετά τις επτά τα Ιωάννινα είναι πόλις έρημος, πεθαμένη. Τι ερημιά, τι σιωπή! Ουδείς κρότος ακούεται από τα σπίτια. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά. Το στρατοδικείο εργάζεται διαρκώς. Αι έρευναι και αι συλλήψεις διαδέχονται αλλήλας. Οι επίσημοι, δικηγόροι, ιατροί, έμποροι της πόλεως εφυλακίσθησαν, χωρίς να είναι γνωστή η αιτία της φυλακίσεώς τους. Τα μπουντρούμια είναι γεμάτα από τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους τους οποίους δέρνουν ανηλεώς… Χωρικοί καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου εκρεμάσθησαν εις τα δέντρα των δρόμων… Το να εισάγει κανείς Ελληνική εφημερίδα εις τα Ιωάννινα είναι έγκλημα!.. Ο ένοχος εκτίθεται αναμφιβόλως εις κίνδυνον να κρεμασθεί».


Ο «Ισραηλίτης, πολίτης των Ιωαννίνων Νισήμ δε Κάστρο» όπως υπογράφει ο ίδιος, με το ποίημά του «Η ευχή της Μάννας», εκφράζει τον πόθο του να λάβει μέρος στον αγώνα για τη Λευτεριά και ζητάει την ευχή της μάνας του «για να δοξαστεί η φυλή» κι εκείνη τον ευλογεί και καταλήγει: «…Στολίσου υιέ μου τ’ άρματα και φόρεσε το στέμμα / κι ορκίσου το ενώπιον της Παναγίας κι εμένα / που θα φυλάξεις την τιμή, του Έθνους τη Σημαία / και θα γυρίσεις νικητής, περήφανος μια μέρα»!


Ο Ανδρέας Καραντώνης (1962), με το ποίημά του «Πώς πήραμε τα Γιάννενα» δίνει τη στιγμή του Μεγάλου Αγγέλματος στο Νησί απ’ τον πατέρα του «πήραμε, πήραμε τα Γιάννενα» και καταλήγει στους τρεις τελευταίους στίχους: «…κι ήταν χαρούμενοι και κλαίγανε / που πήραμε πήραμε τα Γιάννινα / χωρίς κανένα ψέμμα, μόνο με αίμα…».


Ο Άγγελος Σημηριώτης περιγράφει πώς πέφτει το Κάστρο και παραδίνεται στου «Ρήγα το γυιο, της Μοίρας το γυιο» και δοξάζει τη στιγμή με τους τέσσερες τελευταίους στίχους: «Πάει η ψυχή του Αλή Πασά, του Αλή το μίσος πάει, / και να στης Λίμνης το βυθό η Ώρια κυρά ξυπνάει: / - Του Ρήγα γυιε, της Μοίρας γυιε, χρυσέ σαν καλωσύνη / δικά σου είναι τα Γιάννενα με την Κυρά Φροσύνη!»


Ο ποιητής Βουγιουκλάκης γράφει για τα δεινά του πολεμιστή, που δεν τον έκαναν να δειλιάσει: «Δεν με φοβίζουν μάνα μου οι σφαίρες, τα κανόνια / μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανιού τα χιόνια. / Μάνα μου, σαν θάρθω πίσω την Ελευθεριά θα φέρω. / Νικητής θε να γυρίσω, κι άλλο πια δεν θα υποφέρω».


Ο ποιητής Στέφανος Δάφνης βάζει την πίστη του για τον σίγουρο ερχομό της Λευτεριάς στο στόμα των πουλιών που πετούν χαμηλά και λένε: «…Ανοίχτε στράτα διάπλατα και / στράτα μυρωμένη / κι έρχεται η Λευτεριά η Κυρά / με τ’ άνθη στολισμένη».


Ο Ιωάννης Πολέμης παροτρύνει τη Λευκοφόρα Νίκη στο ποίημά του: «Ο Χάρος πηγαινοέρχεται χωρίς να ξανασάνει… / - Αγκάλιασέ τον άφοβα ω λευκοφόρα Νίκη, / ….μα η δόξα σου είναι αυτός. / Κι αν στα σφιχταγκαλιάσματα τα κόκκινα τα χέρια / ματώνουν της χλαμύδας σου το κάτασπρο πανί, / μη την ξεπλένεις, άφες την να κοκκινίσει ακέρια: / Πορφύρα να γεννεί»!


Ο γλυκός τραγουδιστής Γεώργιος Χατζή - Πελλερέν (πατέρας του Δημ. Χατζή, Γιαννιώτη συγγραφέα), απ’ τις φυλακές μέσα στο Κάστρο που κρατιόνταν, καταδικασμένος σε θάνατο για την εθνική του δράση, γράφει στις 20/2/1913, παραμονή της μεγάλης μέρας, στο ποίημά του με τίτλο «21 Φεβρουαρίου 1913». «- Κάψε κανόνι! (η σκλάβα) δέεται κι απ’ τη σκληρή μου μοίρα και τη σκλαβιά μου βγάλε με ετούτη τη βραδιά!.. / «Κάψε!» μια σύγκαρδη φωνή όλη η πόλη υψώνει. / «- Κι ας είναι αντάμα κι ουρανός και χώμα να σμιχτούν! / Τζαμί μαζί κι εκκλησια ας γκρεμιστούν, κανόνι. / Τα Γιάννινά μας ‘λεύθερα μονάχα απόψε ας βγουν!».


Η Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ηπειρώτισσα ποιήτρια που ζούσε στη Θεσ/νίκη, απευθύνεται στον παππού της που πέθανε 103 χρόνων, χωρίς να προφτάσει, για τρεις μήνες να δει τα Γιάννενα ελεύθερα, γράφοντας στο ποίημά της «Το φως τ’ ανέσπερο»: «Εκατόν τρία χρόνια ακέραια τά 'ζησες / και πάλι βιάστηκες, παππού μου, να πεθάνεις. / Τρεις μήνες μόνο ακόμα και θα πρόφταινες / ανάσταση να κάνεις. / Θάηταν πολύ τρεις μήνες να σου χάριζε / στ’ αδικημένο της ζωής σου το μεράδι; / Ας ήταν, Θεέ μου, μπορετό να σούδινα / κι απ’ της καντήλας μου το λάδι. / Να τόβλεπες, παππού, το φως τ’ ανέσπερο / -καϋμός σου και μαράζι κι έγνοια πρώτη – / Κι απέ να διάβαινες στην δίκαιαν ώρα σου, / παλιέ μου εσύ Γιαννιώτη».


Ο Βασ. Κραψίτης, Ηπειρώτης λογοτέχνης – ποιητής, κλείνει το βιβλίο του «Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων στην ποίηση», απ’ όπου αντλήθηκαν αποσπάσματα για τούτο το αφιέρωμά μου στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, με το ποίημά του για το Μπιζάνι και στέλνει τις παραινέσεις του και το φωτεινό του κάλεσμα – κάτω από Εθνικές καταιγίδες – για μια ανάταση της ψυχής, όπως προφητικά ο ίδιος λέει στο ποίημά του «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»: «Η Πατρίδα μιλάει: / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Έτρεξαν όλοι, όλοι / Πρώτοι οι θεοί / που χάραξαν στις συνειδήσεις / την ατομική ευθύνη. / Έτρεξε κι η Ιστορία / ακόμα κι οι ψυχές. / Έτσι γράφτηκε εκείνη η εγρήγορση. / Κι απ’ τα ψηλώματα / κάποτε / εκύλισε η Λευτεριά / κι είπε: / Μη ρωτάτε! / Το Μπιζάνι έπεσε… / Το Μπιζάνι έπεσε… / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Αυτή η νέα προσταγή …………….. Όμως από τότε ηχεί / σαν Μαραθώνιο σάλπισμα / μιας αιώνιας Πατρίδας / για να φωτίζει, να φλογίζει / και να νουθετεί. / Γρηγορείτε!..»


Πάντα δόξα και τιμή στα Γιάννενά μας
21 Φεβρουαρίου 2011