Από το ιστολόγιο: e-Γιάννινα - Μια άλλη ματιά στην πόλη των θρύλων και των παραδόσεων
Του Δημητρίου Κοράκη
[Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δημ. Κοράκη «Ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα»]
Πάσχα του 1900 Φωτογραφία του Απόστολου Βερτόδουλου, τραβηγμένη στη οδό Μητροπόλεως. |
Η ζωντάνια αυτή οφείλονταν στις προετοιμασίες όλων των κατοίκων της πόλης και της γύρω περιοχής για την Πασχαλιά, που έρχονταν.
Οι κάτοικοι της πόλης γέμιζαν τους δρόμους της και ιδιαίτερα τους δρόμους της αγοράς για τις προμήθειες τους και για ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τις άγιες μέρες του Πάσχα, καθώς και οι χωριάτες με τα ζωντανά τους, οι οποίοι έφερναν την πραμάτεια τους κι αφού την πουλούσαν αγόραζαν τα απαραίτητα για το σπίτι
Αυτό γίνονταν και στη γειτονιά μου του Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, οι άντρες συνέχιζαν τις δουλειές τους κι έφερναν στα σπίτια τους τα απαραίτητα για τις αυξημένες ανάγκες της Πασχαλιάς, ενώ οι γυναίκες άρχιζαν μια-δυο βδομάδες γρηγορότερα την καθαριότητα των σπιτιών, για να έχουν το Μεγαλοβδόμαδο τις λιγότερες δουλειές σ’ αυτά, για να κάνουν τα κουλούρια, να βάψουν τ’ αυγά και να ετοιμάσουν τα φαγητά των ημερών του Πάσχα.
Έτσι έδιναν στον καλαντζή τα χαλκώματα (σινιά, ταψιά, κατσαρόλες) για καλάισμα κι αγόραζαν από τον πλανόδιο άσβεστα κομμάτια ασβέστη, τον οποίον «έσβηναν» σε μεγάλους τενεκέδες ή τσίγκινους κουβάδες.
Με τον ασβέστη αυτόν σιρμπέτωναν (ασβέστωναν) με τη βούρτσα τις φάτσες των σπιτιών, τους μαντρότοιχους, τα μαγειρεία, τα πεζούλια, τα χαγιάτια κι αν ήταν σχετικά καλός ο καιρός άσπριζαν και τους τοίχους του καθιστικού δωματίου, του μαντζάτου, που λέγαμε τότε.
Με το ασβέστωμα αυτό οι φάτσες των ισόγειων κυρίως σπιτιών της φτωχικής σχετικά γειτονιάς άστραφταν κι έδιναν μια λαμπρή γιορτάσιμη εικόνα, όπως ταίριαζε στις μέρες του Πάσχα.
Η γειτονιά του Άη-Γιώργη πεντακάθαρη, μέσα στα σπίτια κι έξω απ’ αυτά, όπως άλλωστε και όλες οι γειτονιές της τότε πόλης μας, περίμενε να γιορτάσει πρώτα το Σάββατο την Ανάσταση του Λαζάρου κι ύστερα την Κυριακή των Βαΐων.
Αυτή την εβδομάδα προ των Βαΐων οι χωριάτες με τα γαϊδούρια τους έφερναν φορτώματα μυρωδάτη δάφνη και σε δεμάτια την τοποθετούσαν στα πεζούλια κυρίως του περιβόλου του καφενείου στο Γυαλί-Καφενέ, που έπαιρνε μια ξεχωριστή ευωδιαστή μορφή μ’ αυτούς, που την πουλούσαν κι αυτούς που την αγόραζαν.
Ήταν πολλοί εκείνοι, που αγόραζαν δάφνη, την οποία στη συνέχεια τη δώριζαν στην εκκλησία της συνοικίας ή της γειτονιάς τους για το καλό των σπιτιών τους.
Από τα χαράματα σχεδόν του Σαββάτου του Λαζάρου ξυπνούσε η γειτονιά από τα λυπητερά τραγούδια των παιδιών των γύρω χωριών και ιδιαίτερα του Περάματος, που με τη συνοδεία των μπρούτζινων κουδουνιών τους έλεγαν «το Λάζαρο» αρχίζοντας σε κάθε σπίτι με το «Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια…».
Αυτά σε γέμιζαν με μελαγχολία και θλίψη γιατί ακούγονταν σαν μοιρολόγια, όλοι όμως άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών τους στα παιδιά με καλοσύνη για το έθιμο και για το καλό και με ευχαρίστηση έδιναν χρήματα σ’ αυτά.
Το ρεπερτόριο των παιδιών σε τραγούδια του Λαζάρου ήταν μεγάλο, γι’ αυτό όταν τοποθετούσαν την τετράγωνη σανίδα στολισμένη με δάφνη και με τα τέσσερα κουδούνια συνήθως στο ξύλινο σκόπι, για να τα κουνάνε ρυθμικά κι ο ήχος τους να συνοδεύει το τραγούδι, ρώταγαν τις νοικοκυρές ποιο τραγούδι θέλουν.
Έτσι άκουγες τραγούδι για το μωρό παιδί, για τον ξενιτεμένο, για το κορίτσι της παντρειάς, για το μαθητή του σχολείου, όπως γίνονταν τότε στο σπίτι μας, που τρία από τα παιδιά αυτού ήμασταν μαθητές.
Την Κυριακή των Βαΐων οι περισσότεροι γείτονες πηγαίναμε στην εκκλησία, με προτίμηση την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κοπάνων, όπου μετά το τέλος Της θείας λειτουργίας μας μοίραζαν κλωνάρια δάφνης, με τα οποία εμείς τα παιδιά χτυπούσαμε το ένα το άλλο στα πόδια, γιατί έτσι ήταν το έθιμο και λέγαμε το «Πούν’ τα βάγια σου καλέ;».
Τα χτυπήματα αυτά με τα βάγια στα πόδια πονούσαν πολλές φορές πολύ, γιατί τα μεν κορίτσια φορούσαν φουστάνια ή φούστες, τα δε αγόρια κοντά πανταλόνια κι έτσι τα πόδια λίγο πάνω από τα γόνατα και μέχρι τα παπούτσια ήταν γυμνά.
Οι παλιές Γιαννιώτισσες νοικοκυρές έβαζαν τα βάγια στα εικονίσματα των σπιτιών για το καλό και τα χρησιμοποιούσαν για το ράντισμα, όταν είχαν αγίασμα από τα Θεοφάνεια ή όταν έκαναν στα σπίτια τους αγιασμό. Επίσης τα χρησιμοποιούσαν σε διάφορα φαγητά, αν τύχαινε δε την άλλη χρονιά των Βαΐων να περισσέψουν δεν τα πέταγαν, αλλά τα έκαιγαν στη γωνιά του μαγειρείου και τη στάχτη τη ρίχνανε στο χώμα της αυλής με τα λουλούδια για να ψοφάνε τα σκουλήκια της γης.
Μπαίνοντας η Μεγάλη Εβδομάδα όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε από τα ψημένα κουλούρια στο φούρνο του κυρ’ Αλέξη, ο οποίος φούρνιζε και ξεφούρνιζε λαμαρίνες και μεγάλα ταψιά που πήγαιναν οι νοικοκυρές της, γιατί όλες σχεδόν τα έφκιαναν το πρώτο τριήμερο του Μεγαλοβδόμαδου.
Μετά το ψήσιμο τα έβαζαν σε καλαθένιες κονίστρες, αφού έστρωναν πρώτα λαδόκολλες, σε μια σκέτα και στην άλλη ζαχαρωμένα. Τα δεύτερα τα άλειφαν πρώτα με ροδόνερο (γκιουλς) και μετά έριχναν την κοπανισμένη ζάχαρη. Τις δυο αυτές μεγάλες σχετικά κονίστρες τις τοποθετούσαν στα εντοιχισμένα κυρίως ντουλάπια του σπιτιού τους για το Πάσχα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα αυγά. Αυτά τα έβαφαν σε μια χάλκινη κατσαρόλα, που δεν θα τη χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα, αφού είχαν ρίξει στο νερό της την κόκκινη μπογιά και μπόλικο αψύ ξύδι, για να μη ξεβάφουν.
Μετά το βάψιμο τα κατακόκκινα αυτά αυγά τα γυάλιζαν με βαμπάκι ή καθαρό πανί βουτηγμένο σε λίγο λάδι και τα τοποθετούσαν σε μικρές κονίστρες έτοιμα κι αυτά για το Πάσχα.
Την ίδια μέρα έβαφαν κι ένα αυγό «μεγαλοπεφτίσιο», δηλαδή αυγό, που γένναγαν οι κότες εκείνη την ημέρα.
Όλες οι νοικοκυρές της γειτονιάς του ‘Αη-Γιώργη φρόντιζαν να βρουν ένα τέτοιο αυγό, κι αν αυτές δεν είχαν κότες ή οι κότες τους δεν γεννούσαν έβρισκαν στα μποστάνια της γειτονιάς, τα οποία είχαν περισσότερες κότες.
Το αυγό αυτό το έβαφαν ξεχωριστά και το έβαζαν στα εικονίσματα του σπιτιού τους κάνοντας μ’ ευλάβεια το σημείο του Σταυρού.
Απ’ αυτά έπαιρναν το περσινό κόκκινο αυγό, που είχε μείνει ολόκληρο το χρόνο χωρίς να έχει πάθει τίποτα και χωρίς να έχει μυρίσει, απλώς ο κρόκος και το ασπράδι σώνονταν, γι’ αυτό κι ήταν ελαφρύ και το πέταγαν στη Λίμνη κατεβαίνοντας στην άκρη αυτής κάτω από τα μποστάνια.
Τη βαφή των αυγών την κράταγαν οι νοικοκυρές στην κατσαρόλα σαράντα μέρες και κατά το διάστημα αυτό έβαφαν κι άλλα αυγά, αν δεν έφταναν αυτά, που είχαν βάψει τη Μεγάλη Πέμπτη. Ύστερα από τις σαράντα μέρες την έχυναν σε μια άκρη του κήπου του σπιτιού και σε μέρος που να μην πατιέται.
Μετά από νηστεία ημερών το πρωί της Μ. Πέμπτης πολλοί γειτόνοι και κυρίως τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίναμε στην εκκλησία για να μεταλάβουμε, αφού παίρναμε την ευχή των μεγάλων του σπιτιού μας.
Και το βράδυ της Μ. Πέμπτης ήταν αρκετοί εκείνοι, που πηγαίναμε στην εκκλησία για ν’ ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια και ιδιαίτερα τη σταύρωση του Κυρίου, κατά την οποία μερικές παλιές γειτόνισσες έραιναν το Σταυρό με γκιουλς, που μόνες τους είχαν βγάλει από τα ήμερα τριαντάφυλλα του κήπου τους την περίοδο της ανθοφορίας αυτών.
Το απόγευμα της μέρας αυτής πολλά παιδιά της γειτονιάς μαζεύαμε λουλούδια σε καλάθια ή κονίστρες για τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου Κοπάνων, τα οποία τα πηγαίναμε εκεί και τα τοποθετούσαμε σε τσίγκινους κουβάδες με νερό, με τη βοήθεια των επιτρόπων και του κράχτη της εκκλησίας, για να είναι φρέσκα το πρωί της επόμενης μέρας.
Όλοι δίνανε με προθυμία και ευχαρίστηση λουλούδια, που είχαν στους μπαξέδες τους, γιατί μπορεί τα σπίτια της γειτονιάς του ‘Αη-Γιώργη να ήταν τα περισσότερα χαμηλά και φτωχικά είχαν όμως κήπους με ωραία και με μεγάλη ποικιλία λουλούδια, που όταν άνθιζαν μοσχοβολούσε ολόκληρη κι ήταν χαρά Θεού.
Τα λουλούδια της εποχής ήταν τα ζουμπούλια, τα γραβάνια, οι κρίνοι, το κάρποτο, οι σιρμενεξέδες (βιολέτες) και άλλα.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία κι ενώ μεγάλα κυρίως κορίτσια στόλιζαν με μεράκι τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου, οι άλλοι παρακολουθούσαμε με κατάνυξη τη θεία λειτουργία
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας έφερναν τον ανθοστόλιστο Επιτάφιο στο μέσον της εκκλησίας και οι ιερείς τοποθετούσαν την κεντημένη εικόνα της ταφής του Κυρίου σ’ αυτόν, ενώ τον έραναν με γκιουλς, όπως έκαναν και μερικές γειτόνισσες.
Στο τέλος περνάγαμε όλοι και ασπαζόμασταν ευλαβικά την παραπάνω εικόνα και τα παιδιά περνούσαμε σταυρωτά και κάτω από τον Επιτάφιο.
Το βράδυ πάλι πηγαίναμε στην εκκλησία με τις κόκκινες λαμπάδες και παρακολουθούσαμε τη λειτουργία και την περιφορά του Επιταφίου με κατάνυξη και ευλάβεια.
Η περιφορά του Επιταφίου στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων μεταπολεμικά γίνονταν στον περίβολο της εκκλησίας, ενώ λένε ότι, προ του πολέμου του 1940 γίνονταν και στο νεκροταφείο της.
Όλη η μέρα του Μεγάλου Σαββάτου πέρναγε με τις τελευταίες ετοιμασίες για το Πάσχα και το βράδυ οι περισσότεροι γείτονες πηγαίναμε με τα γιορτινά μας και τις άσπρες λαμπάδες στην πιo πάνω εκκλησία, όπου κάτω από τις χαρμόσυνες καμπάνες της κάναμε Ανάσταση.
Η επιστροφή στα σπίτια της γειτονιάς μας γίνονταν με χαρά κι όλοι οι γείτονες ανταλλάσσαμε ευχές για Καλό Πάσχα, ενώ με προσοχή να μη σβήσουν από το ανοιξιάτικο αεράκι μεταφέραμε τις αναμμένες λαμπάδες σ’ αυτά.
Αυτό γίνονταν για να κάνουμε με την κάπνα τους στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού το σημάδι του Σταυρού και ν’ ανάψουν οι νοικοκυρές το καθαρό και γεμάτο με λάδι καντήλι, που είχαν στα εικονίσματα του καθιστικού δωματίου με το άγιο φως της Ανάστασης του Θεανθρώπου, για το καλό του σπιτιού.
Ύστερα όλες οι οικογένειες κάθονταν γύρω από το αναστάσιμο τραπέζι κι έτρωγαν τη μυρωδάτη μαγειρίτσα, τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά, ανταλλάσσοντας ευχές και δοκίμαζαν με ευχαρίστηση τα Γιαννιώτικα ζαχαρωμένα πασχαλινά κουλούρια.
Την Κυριακή του Πάσχα και πλησιάζοντας το μεσημέρι όλοι στη γειτονιά του Αη-Γιώργη ετοίμαζαν το λαμπριάτικο τραπέζι και γύρω του κάθονταν οι χαρούμενες φαμίλιες κι έτρωγαν το ψημένο αποβραδίς στο φούρνο του κυρ-Αλέξη αρνί, γιατί εκείνο τον καιρό, μετά την ξενική κατοχή περίπου, λίγοι ήταν εκείνοι, που έψηναν στη σούβλα τα’ αρνί.
Το πασχαλινό τραπέζι είχε και σαλάτες της εποχής, τυριά και φαγητό με συκωτάκια, γαρδούμπες, φρέσκα κρεμμυδάκια και μυρωδικά, καθώς και καλό σπιτίσιο κρασί.
Τελείωνε δε το μεσημεριανό φαγητό με το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς και ευθυμίας, τόσο που οι μεγάλοι έπαιρναν και κανένα Γιαννιώτικο ή ελαφρό τραγούδι της εποχής.
Το απόγευμα όλη η γειτονιά, αλλά και οι κάτοικοι των γύρω συνοικιών, συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου απ’ όπου ξεκίναγε η πομπή για τον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων με την εικόνα της Ανάστασης όπου φτάνοντας εκεί γίνονταν η λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης, όπως έλεγαν, και διαβάζονταν το Ευαγγέλιο της ημέρας σε μερικές ξένες γλώσσες.
Στη λιτανεία προηγούνταν τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, ακολουθούσαν οι ψαλτάδες, οι παπάδες, που κρατούσαν στα χέρια τους διάφορες εκκλησιαστικές εικόνες, έχοντας στο μέσον την εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου και τέλος το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί στο εκκλησάκι του Άη-Γιώργη.
Όλοι κράταγαν στα χέρια τους τις άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες αναμμένες και περπατώντας απολάμβαναν το πράσινο με τα αγριολούλουδα, που υπήρχε απ’ εδώ και από κει στη διαδρομή, που τότε είχε ελάχιστα κτίσματα.
Το έθιμο αυτό σήμερα δεν γίνεται και οι παλιοί Γιαννιώτες Αγιοργήτες το θυμούνται με συγκίνηση και νοσταλγία, μελαγχολώντας για το χαμό αυτού και άλλων εθίμων των παλιών Γιαννίνων, που φύγανε.
Από την ημέρα του Πάσχα μέχρι τη μέρα της γιορτής της Αναλήψεως του Χριστού όλοι τότε οι παλιοί Γιαννιώτες αντί άλλου χαιρετισμού έλεγαν το «Χριστός Ανέστη» και το «Αληθώς Ανέστη».
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα κυρίως άρχιζαν οι επισκέψεις στα συγγενικά, φιλικά και γειτονικά σπίτια και όλοι δίνανε την «πασχαλίτσα» σε μικρούς και μεγάλους.
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίναμε στα παραπάνω σπίτια με πρώτο του νουνού ή της νουνάς έχοντας στα χέρια μας τις καθαρές κατάλευκες πετσέτες φαγητού, στις οποίες μας έβαζαν τις «πασχαλίτσες» που ήταν: κόκκινα αυγά, κουλούρια, ζαχαρωτά, σοκολατάκια και ζαχαρομπιρμπλιά διαφόρων χρωμάτων.