"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





ΤΟ ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΝ


   Μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἐπολέμησαν μὲ τόσον ἡρωϊσμὸν διὰ τὴν κατάληψιν τοῦ Μπιζανίου τὸ 1913 ἦτο εἷς μικρὸς 13 - 14 ἐτῶν, μὲ ροῦχα βοσκοῦ, ἀσκεπής. Τὸν εἶχον εὓρει κατὰ τὴν νυκτερινὴν πορείαν εἰς τὸν δρόμον τῆς Μανωλιάσας καθισμένον ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν. Ἐφαίνετο, ὅτι κάποιον ἐπερίμενε.
—Ποῖον περιμένεις; τὸν ἠρώτησεν ὁ λοχαγός.
—Τοὺς Ἕλληνας.
—Ἡμεῖς εἴμεθα. Τί θέλεις;
—Νὰ πολεμήσω τοὺς Τούρκους. Εἶμαι Σουλιωτόπουλο.
—Δὲν ἔχεις οἰκογένειαν;
—Ὄχι. Τὴν οἰκογένειάν μου τὴν ἐσκότωσαν οἱ Ἁρβανίτες, τὸ σπίτι μου τὸ ἔκαψαν οἱ Τοῦρκοι. Τὰ πρόβατά μου τὰ πῆραν καὶ τὰ ἔσφαξαν. Ἔφυγα κρυφὰ καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω, ἀπήντησε μὲ ἀπίστευτον θάρρος.
—Καλά, ἀκολούθησέ μας, ἀλλὰ δὲν εἶναι διὰ σὲ ὁ πόλεμος. Τὰ παιδιὰ δὲν ἠμποροῦν νὰ πολεμήσουν. Θὰ σὲ στείλω μὲ πρώτην εὐκαιρίαν εἰς τὰς Ἀθήνας, νὰ σὲ βάλουν εἰς τὸ ὀρφανοτροφεῖον Χατζηκώστα, διὰ νὰ μάθῃς μίαν τέχνην νὰ ζήσῃς.
Ὁ μικρὸς ἐπλησίασε τοὺς στρατιώτας σιωπηλός. Σιγὰ σιγὰ ἔγινε ὁδηγός των εἰς τὸ δάσος, ποὺ τὸ ἐγνώριζε σπιθαμὴν πρὸς σπιθαμήν, διότι εἰς αὐτὸ ἔβοσκε ἄλλοτε τὰ πρόβατά του.
—Ἠμπορῶ νὰ πάρω ἕν ὃπλον; ἠρώτησε τὸν λοχαγόν, ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασεν εἰς μίαν σύντομον ἀνάπαυσιν μετὰ τὴν πρώτην συμπλοκήν. Ὑπήρχον ἐδῶ κι ἐκεῖ πολλὰ ὅπλα, ποὺ τὰ ἐγκατέλειψαν φεύγοντες οἱ ἐχθροί.
—Πάρε το.

Καὶ ὁ μικρὸς βοσκὸς ἔτρεξεν εὐχαριστημένος εἰς τοὺς θάμνους διὰ νὰ πάρῃ τὸ βαρὺ ὅπλον καὶ τὰ φυσίγγια. Εἰς τὴν δευτέραν ἀντεπίθεσιν ἐχάθη. Τί ἔγινε; Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε μέσα εἰς τὴν θύελλαν τῆς μάχης. Καὶ ὃμως εἶχε πολεμήσει ὄρθιος ὡς ἥρως. Ἐξήντλησεν ἐπιτυχῶς ὅλα του τὰ φυσίγγια, ἕως ὅτου ἐπληγώθη χωρὶς νὰ τὸν ἴδῃ κανείς. Οἱ δικοί μας τὸν εὑρῆκαν, ὅταν ἐπέστρεφον ἀπὸ τὰς καταληφθείσας θέσεις, διὰ ν’ ἀναπαυθοῦν. Ἦτο τραυματισμένος εἰς τὸν δεξιὸν βραχίονα, σχεδὸν ἀναίσθητος. Τὸ ξανθόν του κεφάλι ἦτο ἀκουμβησμένον ἤρεμα μὲ γαλήνην ἥρωος εἰς τὴν κάννην τοῦ ὅπλου.
-Πτωχό μου Σουλιωτόπουλο! Εἶπεν ὁ λοχαγὸς καὶ διέταξε νὰ τὸ μεταφέρουν ἀμέσως εἰς τὸ χειρουργεῖον. Ἀφοῦ τοῦ ἐκαθάρισαν τὸ τραῦμα, τὸ ἔδεσαν καὶ ἔστειλαν τὸν μικρὸν εἰς τὸ νοσοκομεῖον. Μετὰ ἕνα μῆνα τὸ Σουλιωτόπουλον ἐθεραπεύθη καὶ ἐστάλη εἰς Ἀθήνας, εἰς τὸ ὀρφανοτροφεῖον Χατζηκώστα, κατὰ σύστασιν τοῦ καλοῦ λοχαγοῦ, ὅπου ἔγινεν ἂριστος τεχνίτης. 
Ὁ μικρὸς Σουλιώτης ὄχι μόνον ἐγνώριζε νὰ πολεμῇ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πατρίδος του, ἀλλὰ καὶ νὰ προσέχῃ καὶ νὰ ἐργάζεται μὲ ἐπιμέλειαν ὅσον ὀλίγοι.

[Επιμέλεια κειμένου: Λεωνίδας Πυργάρης, φιλόλογος-καθηγητής, Χίος]