"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

3) ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

Πώς έγινεν η επίθεσις. –Οι στρατιώται μας ορμούν ως λέοντες. –Τα κανόνια τού Αλή Πασά. –Μία ωραία περιγραφή τών Ιωαννίνων.
___________________________
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 28 Φεβρουαρίου 1913
Αγαπητέ μου Κ…
Επί τέλους οι κόποι και αι κακουχίαι ετελείωσαν. Εκείνο όπερ εθεωρούμεν όνειρον έγινε πραγματικότης, και με μεγάλην μου χαράν σού γράφω από τα Ιωάννινα.
Τώρα σού γράφω ολίγας λέξεις περί της γενικής επιθέσεως και της καταλήψεως τών Ιωαννίνων.
Ο ελευθερωτής τής αγαπητής Χίου στρατός επέπρωτο να εισέλθη πρώτος εις την Ηπειρωτικήν πρωτεύουσαν. Ένα βράδυ έξαφνα, ύστερα από ένα άγριο και μανιασμένο βορρηά και μια πανδαισίαν χιόνος, ελαμβάνομεν την διαταγήν, ότι την επομένην εγκαταλείποντες το χωρίον Κοπάνι (κάτωθεν υψωμάτων Μανωλιάσης και Προφήτου Ηλία) θα εκάμνομεν κυκλωτικήν κίνησιν προς κατάληψιν Τσούκας και Αγίου Νικολάου.
Πρωί πρωί εκινήσαμεν και διαβαίνοντες τοποθεσίας αγρίου μεγαλείου εφθάσαμεν αργά την εσπέραν εις χωρίον Τσαρίτσαιναν. Αλλά τι να σου ειπώ. Οδός δεν υπήρχε, η χιών κρυσταλλωμένη εις το έδαφος μάς έκαμνεν να πίπτωμεν εις έκαστον βήμα. Τα ζώα ήσαν μαρτύριον κινδυνεύοντα ανά πάσαν στιγμήν να χαθούν εις βαθείας χαράδρας. Τίποτε το καλόν δεν προοιωνίζετο η πορεία εκείνη.
Την νύκτα εκοιμήθημεν ή μάλλον εξενυκτήσαμεν πέριξ μεγάλων πυρών, λόγω τού υπερβολικού ψύχους.
Ελησμόνησα να σου γράψω ότι την ημέραν αυτήν παρέστημεν θεαταί μεγαλοπρεπούς θεάματος. Ισχυρός βορράς εις τας κορυφάς τού χιονοσκεπούς Ολύτσικα πνέων εγένετο αίτιος χιονοστροβίλων. Φαντάσου να βλέπης εις ύψος μεγάλον λευκόν όγκον κινούμενον ακριβώς ως οι ανεμοστρόβιλοι τής ξηράς.
Την επομένην 19ην εβαδίσαμεν μέχρι τής 3ης απογευματινής και εμείναμεν εν αναμονή εις τι χωρίον Μαουσσούς μέχρι τής 7ης εσπερινής. Ήδη είχομεν υπερβή κατά το ήμισυ τον περίφημον Ολύτσικα, δεν έμενε πλέον ή μικρόν μέρος και έπειτα μία μικρά πεδιάς, αφ’όπου βαδίζοντες έδει λίαν πρωί να εκάμνομεν επίθεσιν δια της λόγχης κατά των υψωμάτων Αγίου Νικολάου και Τσούκας όπου τα εχθρικά πυροβολεία. Κατά την εις το χωρίον στάθμευσίν μας μ’όλην μου την σωματικήν εξάντλησιν, έλαβον τον καιρόν να θαυμάσω την μεγαλοπρέπειαν τών ενδόξων εκείνων ορέων. Μακράν εις τον ορίζοντα ένα κομμάτι αντιπροσωπεύει τον Αμβρακικόν, δεξιώτερα ως εν πανοράματι η κωνοειδής τής Κιάφας κορυφή και κατά σειράν τα άλλα υψώματα, τα απρόσιτα τού Σουλίου, λευκά, αιχμηρά, άγρια και μεγαλοπρεπή. Εκεί ιστάμενός τις αισθάνεται δέος προ της μεγαλουργείας δεν γνωρίζει τι να θαυμάση.
Η νυξ ήλθε, νυξ παγερά και ασέληνος. Βαδίζομεν, βαδίζομεν ακαταπαύστως και την πρωίαν μάς επισκέπτονται αι πρώται και μοναδικαί εχθρικαί οβίδες. Μοναδικαί λέγω διότι το τάγμα Κουβέλη και οι λόχοι 9ος και 12ος του 7ου Συντάγματος καταλαμβάνουσι τάχιστα τα πυροβολεία του και εκτοπίζουσι τούς εχθρούς μη προφθάσαντες ούτε τα όπλα να πάρουν. Είτα εξακολουθεί μία δαιμονιώδης προέλασις αι πεπτωκυίαι δυνάμεις αναζωπυρούνται και ουδείς παραπονείται. Όλοι έχουν την πεποίθησιν ότι βαδίζομεν πλέον οριστικώς δια τα Ιωάννινα.
Και όντως την 4ην απογευματινήν, οτέ πολεμούντες, οτέ βαδίζοντες αφήνομεν πλέον τα υψώματα κατερχόμενοι εις Ιωάννινα και δη εις χωρίον Κοσμερά όπου συγκεντρούται η φάλαγξ, λόγω του ότι το μικτόν σώμα τού Μαλάμου βαδίζει δεξιώτερον προς κατάληψιν πυροβολείων Σαδοβίτσης με την 4ην Μεραρχίαν, προελάσασαν από Μανωλιάσης και σχηματίζομεν προφυλακάς διότι η νυξ μάς κατέλαβε.
Εν τω μεταξύ ο εχθρός πανικόβλητος υποχωρεί από Σαδοβίτσης. Τα οχυρώματα Καστρίτσης και Μπιζανίου, όπισθεν τών οποίων ευρισκόμεθα δεν βάλλουν πλέον. Κάτω εις την δημοσίαν οδόν ακούεται κρότος και φωναί υποχωρούντων.
Ελησμόνησα να είπω ότι ημέτερον ιππικόν προελάσαν το απόγευμα εις την πόλιν εγένετο αιτία τής τελικής σκέψεως τού Εσσάτ όπως παραδοθή το ταχύτερον. Μόνον τμήματά τινα αποχωρούν ατάκτως όπως ενωθούν με τα συντρίμματα τού Ριζά πασσά, των πανικοβλήτων εκείνων τού Σαρανταπόρου και του Σύροβιτς.
Δεν θα βραδύνουν και αυτοί να πιουν τον καφέν τους εις το Ακταίον, μου φαίνεται δε ότι ημείς και πάλιν προοριζόμεθα δια την καταδίωξίν τους.
Την επομένην εισερχόμεθα περί την 3ην μ.μ. εις την πόλιν εκτελέσαντες μεγάλην εκκαθαριστικήν προς τ’αριστερά κίνησιν.
Μας υποδέχονται με το τοπικόν ιδίωμα «καλώς ορίσαταν, καλώς ορίσαταν ορέ παιδία», περιποίησις μεγάλη, φωναί, ζήτω, αλλαλαγμοί.
Αυτήν την στιγμήν καθισμένος στην ιδίαν στρογγυλήν σκηνήν με γραφείον ένα κιβώτιον τών πολυβόλων έχω απάναντί μου ένα θαυμάσιον θέαμα, διότι ως και άλλοτε σού έγραφα η χώρα δεν στερείται φυσικών καλλονών.
Η λίμνη εις απόστασιν χιλιομέτρου απλώνει τα γαλανά της νερά ήσυχα ήσυχα. Τόσον απαλά ώστε να χύνη και στης ψυχές μας μια γαλήνη και να μας κάμνη να ονειροπωλώμεν. Μέσα της αντικατοπτρίζει ένθεν μεν τους υψηλούς και χιονοσκεπείς τής Ηπείρου γίγαντας ένθεν δε την ιστορικήν νησίδα και την πόλιν τών Ιωαννίνων περιεζωσμένην με το φρούριον τού Αλή Πασσά.
Κατακαϋμένη λίμνη! Τι μυστήρια έχεις κρύψη στο βάθος σου! Αντιπροσωπεύεις ένα μικρό Γιλδζ επί Αλή Πασσά. Και εκεί στο ωραίο σου νησάκι ένα λευκό σπητάκι αν και κατάλευκο μοιάζει σαν κοιλίς. Αυτού ωργίαζε το τέρας και αυτού μέσα πάλιν παρέδωκε την μιαράν του ψυχήν. Εκεί επάνω στο αντικατοπτριζόμενον φρούριον ας έχη γαίαν ελαφράν. Εκεί εν μέσω τών απείρων πυρομαχικών σου, αγρία ψυχή τού Αλή πασά, ευρέ την ησυχίαν πλέον. Όσον και αν φρυάξης ο Θεός τού Ισλάμ δεν υπάρχει πλέον δια σε. Η ημισέληνος δεν θα κυματίση ποτέ πλέον επί των επάλξεων τών ημικατεστραμμένων κάστρων σου και τα οξυδωμένα πυρομαχικά σου θα μείνουν αυτού αντιπροσωπεύοντα την αγρίαν και απολίτιστον εποχήν σου. (Εύρομεν ενταύθα τα πυρομαχικά τού Αλή Πασά, μπάλες διαφόρων μεγεθών αμέτρητες). Και θα έχης σύντροφον τής βαθείας νυκτός τον νεώτερον αδελφόν σου τον Τζαβήν μπέην δια να σου διηγείται τα άθλα τών αθλίων γιουνανλήδων, των Μεγάλων Ελλήνων!

Σε φιλώ ο φίλος σου

Γ. Π. Δης
[Εφημερίδα «ΠΑΓΧΙΑΚΗ», Μάρτιος 1913]