"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου,
γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία,
αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... »
[Ιπποκράτης]





MIA EΠΙΣΤΟΛΗ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ


1) MIA EΠΙΣΤΟΛΗ ΛΟΧΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ

Ο στρατός τής Κατοχής τής γλυκειάς μας πατρίδος, ο διατρέξας τα μακεδονικά πεδία ένδοξος και νικηφόρος και κατατροπώσας ούτω τον Τούρκον και εξαφανίσας αυτόν από της πολυπαθούς Μακεδονίας, μας αφήκε και εδώ πολλάς αναμνήσεις.
Ουδέποτε πιστεύω θα λησμονήσωμεν οι Χίοι την γενναίαν ψυχήν τών μαχητών τού Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, οι οποίοι ήλθον εδώ και μας ηλευθέρωσαν χύσαντες μετά και άλλων συναδέλφων των το αίμα των δια την ελευθερίαν μας.
Έτυχε εις το διάστημα τής παραμονής ενταύθα τού στρατού τής Κατοχής να γνωρίσω έναν λοχίαν εξ Αθηνών, ανήκοντα εις τα πολυβόλα, λεβεντόπαιδο πρώτης, με καρδιά, ψυχή, φρόνημα και χαρακτήρα σπάνια. Είνε παλληκαράκι ακόμη, μόλις 20 ετών και έχει λάβει στρατιωτικόν έπαινον δια την επίδοσίν του εις τα πολυβόλα. Όλοι τον αγαπούν και τον εκτιμούν και ιδία ο Συνταγματάρχης του, ο αρχηγός τής Κατοχής.
Μου έλεγεν κατά την αναχώρησίν του απ’ εδώ με τον στρατόν μαζί «Αγαπητέ Κ… ποτέ δεν θα λησμονήσω την ωραίαν Χίον, πάντοτε θα την ενθυμούμαι, και πάντοτε παν το Χιακόν θα μου ενθυμίζη τας ωραίας και ευτυχείς ημέρας που περάσαμε στην Χίον. Θα σου γράφω, φίλε μου, πάντοτε, οσάκις έχω καιρόν, από την Ήπειρον».
Εγώ επερίμενα ανυπομόνως ειδήσεις του. Κάθε φορά που ήρχετο το Ταχυδρομείον, επήγαινα κ’ ερωτούσα αν έχω κανένα γράμμα.
Τέλος προχθές ανέπνευσα. Έλαβα μίαν επιστολήν από το στρατόπεδον τής Ηπείρου υπό ημερομηνίαν 2 Ιανουαρίου. Εκ της επιστολής αυτής αποσπώ τα ακόλουθα εμφαντικά τής μεγάλης και ευγενούς ψυχής τού λεβέντη Έλληνος υπαξιωματικού.
______________________________________________
2 Ιανουαρίου 1913

Αγαπητέ μοι Κ…
Πλησιάζομεν να φθάσωμεν εις το Μπιζάνι. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα πάμε να ελευθερώσωμε τα δοξασμένα και πολύπαθα Γιάννενα. Χθες είχαμε φαγητόν και εφάγαμε εις υγείαν τής μυριπνόου και αλησμονήτου Χίου μας.
Είμαι ξαπλωμένος στο βάθος μιας μικράς στρογγύλης σκηνής από δύο αντίσκηνα. Βαδίζομεν προς το Μπιζάνι. Εάν μεταβώμεν εις την Μεραρχίαν μας ήτις κατέχει το μέσον του μετώπου, μετατοπισθείσα χθες θα γίνωμεν θεαταί μιας τών μεγαλυτέρων επιθέσεων τής νεωτέρας εποχής, καθότι αι δυνάμεις μας θα ανοιχθούν εις μήκος 15 χιλιομέτρων. Φαντασθήτε μεγαλοπρέπεια πολεμικού θεάματος και εκεί κάπου ο ρυθμικός κρότος τών πολυβόλων μας θα χάνεται από τον εκκωφαντικόν κρότον 400 οβίδων (ως υπολογίζεται ριπτομένων κατά 1 λεπτόν).
Πέριξ ακούει κανείς ένα πανηγύρι, βασιλεύει απ’ άκρου εις άκρον μία ευθυμία απερίγραπτος, διότι σήμερον κατά την αναχώρησίν μας εμοιράσθη αρκετόν κονιάκ και έτσι τώρα σε όλον τον δρόμο γίνεται ένα πανδαιμόνιον από «Χιώτισσες μικρές παπαδοπούλες» και «Ζιχνήδες που γένηκαν κουρέλι κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Βλέπετε η Χίος είναι η ζωηρωτέρα των αναμνήσεών μας ακόμη. Τι δε να πω για με που διαρκώς σας έχω στο μυαλό μου; Διαρκώς νομίζω πως είμαι εν ονείρω και δεν θέλω ακόμη να πιστεύσω ότι έφυγα από το ωραίο νησί σας δια παντός.
Αυτήν τη στιγμήν κάποιος μίμος έκαμε και τον περίφημον Φραγκόπουλον καθ’ ην στιγμήν απήγγελλεν στίχους εις την παραλίαν και εγέλασα με την καρδιά μου.
Ήθελα να γράψω περισσότερα αλλά γράφω με το πλευρόν και πιάστηκε η ωμοπλάτη μου. Με την ελπίδα ότι θα σε επανίδω κάποτε.

Σε φιλώ
Ο φίλος σου

Γ. Π. Δ.
[Εφημερίδα «ΠΑΓΧΙΑΚΗ», Ιανουάριος 1913]