"Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας."


(Παύλος Βρέλλης)





«ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ! ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ... ΓΙΑ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟI.»



«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.

Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,

γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»






Δημοτικά τραγούδια εμπνευσμένα από τον πόλεμο του 1912-13

 

Ξυπνάτε βράχια, ρεματιές, ριζά, ψηλές ραχούλες

πάρε την πρώτη όψη σου Μπιζάνι αγριεμένο,

πάρε την όψη του θεριού, της αστραπής τη λάμψη, 

και τη βροντή του κεραυνού, και θύμα μας τα χρόνια,

που ξύπναγες με τη φωτιά, κοιμόσουν με τον Τούρκο!

Τα γρανιτένια στήθη  σου για λίγο πρότεινέ τα

κι ένα περίλαμπρο στρατό απώθησε με λύσσα!

 

Σκούξτε ντουφέκια εκεί ψηλά από τη Μανωλιάσσα,

Δρίσκε  και  κακοτράχαλο Τζουμέρκο μου, αγναντέψτε

δώθε κατά τον Τόμαρο και διπλοπροσκυνήστε!

Κοιτάχτε τους πατέρες μας που πολεμούν στα κρύα.

Κι εσύ ραχούλα χαμηλή, ραχούλα τ’ Αη Νικόλα

Σφίξε μέσα στους θάμνους σου τη δόξα ενός χειμώνα!

 

Ροβόλα, Βελισσάριε, κι εσύ ράχη τη ράχη

και Κωνσταντίνε βασιλιά έμπα και συναντήσου

με τον Εσάτ πασά σ’ αυτή την παινεμένη πόλη,

στα θρυλικά μας Γιάννενα τα λιμνοχαϊδεμένα,

για να χαρούν οι νικητές, μαζί κι οι νικημένοι.

 

Μπιζάνι, πώς αμίλητο στέκεις και μας κοιτάζεις,

και δε νογάς και δε βογγάς κι άτρεμο καμαρώνεις;

Κι από τα 'ρειποθέμελα κι από της γης τα βάθη

αχός βαθύς ακούγεται, αχός βαρύς που λέει:

«Τάφος και τότες έγινα, τάφος και τώρα θα 'μαι

να σύρω στα κατάβαθα εχθρό που θα πατήσει

το φτωχικό το χώμα μου, το χώμα απ’ το Μπιζάνι!»

 

----------------------------


«Ισείς βουνά του Γκρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσσας, 

λίγου να χαμηλώσιτι κανά ντουφέκι τόπου,

για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημο Μπιζάνι,

πώς πολεμούν οι Έλληνες με τους Τουρκαλβανίτις.

 

Πέφτουν κανόνια σα βροχή, ουβίδες σαν χαλάζι.

Κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμους της θαλάσσης».




-----------------------------------------------


«Της Μάχης του Μπιζανίου»

Τι είν' το κακό που γίνεται και βρονταριά μεγάλη, να πολεμούν τα δυο βουνά Κανέτα και Μπιζάνι. Πέφτουν κανόνια σαν βροχή πέφτουν και ταχυβόλα, πέφτουν τα ελληνόπουλα στους πάγους και τα χιόνια. Βροντοφωνούν τα Γρεβενά, βροντοφωνούν κι οι κάμποι βροντοφωνούν τα Γιάννενα: «Έπεσε το Μπιζάνι».





-----------------------------------------------------------------------



Ένα πουλάκι ν' ἔβγαινε πομέσ᾽ ἀπ᾿ τὸ Μπιζάνι,

εἶχε θολὰ τὰ μάτια του καὶ μαῦρα τὰ φτερά του,

κι' ἡ Ρούμελη τὸ ρώτησε κι᾿ ἡ Ρούμελη τοῦ λέγει :

 

—Γιὰ πές μας, πές μας, βρὲ πουλί, κάνα καλό χαμπέρι.

Ακούς κανόνια πέφτουνε καὶ θλιβερά βουΐζουν.

Πές μας, πουλί, τί γίνεται καὶ τί λεβέντες πέφτουν ;

 

—Τί νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Ρούμελη, τί νὰ σοῦ μολογήσω ;

Τὰ Εὐζωνάκια πολεμοῦν στὸ ξακουστό Μπιζάνι

πέντε μερούλες νηστικὰ καὶ δέκα διψασμένα,

μέσα στοὺς πάγους πολεμοῦν κι᾿ εἶναι κρουσταλλιασμένα.

 

---------------------------

Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί, λεβέντες πληγωμένοι,

κι' ὁ Σαπουντζάκης ἔλεγε κι᾿ ὁ Σαπουντζάκης λέγει :

 

-Παιδιά μου, μὴ δειλιάσετε το τούρκικο το βόλι,

νὰ πάρουμε τὰ Γιάννενα κι᾿ ἂς σκοτωθοῦμε ὅλοι.

 

---------------------------

Ο Κωνσταντῖνος κίνησε στὴν Ηπειρο νὰ πάει

καὶ στὸν Ἐσάτη ἔγραψε γιὰ κεῖνα π᾿ ἀγαπάει:

 

«Ἔλα, πασάμ' μὲ τὸ καλὸ καὶ δῶσε τ᾽ ἄρματά σου

καὶ μάθε πὼς τὰ Γιάννενα δὲν εἶναι πια δικά σου.

Τώρα ποὺ θἄρθ᾽ ἡ ἄνοιξη ν' ἀνοίξουν οἱ ραχοῦλες,

ναρθοῦν τὰ Ευζωνάκια μου μὲ τὶς φουστανελοῦλες,

νὰ ἰδεῖς νὰ λάμπουν τὰ σπαθιὰ καὶ τὸ χακὶ τὸ φέσι.

Κάθισε, δόλιε μου πασᾶ, κάθισε σὰ σ᾿ ἀρέσει».

 

(Επωδός)

Κι᾿ ὁ Ἐσσὰτ εἰς τὸ Μπιζάνι

δὲν ἠξέρει τὶ νὰ κάνει.

Αχ, Μπιζάν, μὲ τὰ λιθάρια,

μοὔφαγες τὰ παληκάρια !

 

(τὰ σύνταξε μια κοπέλα χωρική)

περιοδ. Λαογραφία τόμ. Δ' (1914) σελ. 688-9