Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΣ ΤΑΣ
ΠΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Οἱ τραυματίαι
τῆς Ἠπείρου ἀφηγοῦνται διὰ τὴν ζωήν
των εἰς τὸ στρατόπεδον:
Τὴν ἡμέραν,
ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὰς προφυλακὰς,
μένουν διαρκῶς κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὰ
προχώματα. Οὔτε σηκώνονται ἐπάνω, οὔτε
κυκλοφοροῦν διόλου. Οἱ ἄλλοι εὑρίσκονται
πίσω ἀπὸ ὑψώματα.
Τὴν νύκτα
γίνονται ἀλλαγαὶ τῶν προφυλακῶν,
διανέμεται συσσίτιον καὶ ἐκτελοῦνται
ἐν γένει ὅλαι αἱ ὑπηρεσίαι , τῶν ὁποίων
ἡ ἐκτέλεσις εἶνε ἀδύνατος τὴν ἡμέραν,
ἐπειδἠ οἱ ἄνδρες εἶνε ὁρατοὶ ἀπὸ
τὸν ἐχθρὸν.
Ἡ ζωή τῶν
προφυλακῶν ἔχει τροποποιειθεί ὥστε
να αγρυπνοῦν τὴν νύκτα
καὶ νὰ κοιμοῦνται τὴν ἡμέραν. Ἐκτὸς
παρατηρητῶν ἐν ὑπηρεσία τὴν ἡμέραν
οἱ λοιποὶ κοιμοῦνται.
Ο ΥΠΝΟΣ
Εἰς τὰς ἐρωτήσεις
μας οἱ διὰ τὸν τρόπον τοῦ ὕπνου των
οἱ τραυματίαι ἀπαντοῦν :
-Πέρα εἰς τὴν
γραμμὴν τὰ πράγματα εἶνε διαφορετικά.
Ἐκεῖ ὅμως κοιμῶνται μὲ τὰ ἀντίσκηνα
καὶ τὶς κουβέρτες ὡς στέγην. Βοηθοῦν
καὶ τὰ πουρνάρια καὶ αἱ πέτρες, μὲ
τὰς ὁποίας περιστοιχίζομεν τὰ μἐρη
ὅπου μένομεν. Ὅταν βρέχῃ, τότε τὸ
πράγμα εἶνε ἐνοχλητικόν. Ἐπίσης ὅταν
χιονίζῃ. Ἐπανειλημμένως τὸ χιόνι εἶχε
σκεπάσει καὶ μᾶς καὶ τὰ ἀντίσκηνα
μας καὶ ὅλα. Εἶνε κάπως κουραστικὸν
ἀκόμη καὶ τὸ νὰ μένῃ κανεὶς πίσω ἀπὸ
τὸ χαράκωμά του ἀκίνητος. Τὸ πρᾶγμα
εἶνε περισσότερον ὑποφερτόν, ὅταν
μένωμεν σὲ προχώματα, Τουρκικὰ πρὶν,
τὰ ὁποῖα καταλαμβάνομεν. Οἱ Τοῦρκοι
εἶχαν φροντίσει ἀπὸ καιρὸν νὰ τὰ
φτιάσουν ἀρκετὰ ἀναπαυτικά. Εἶνε
σκαμμένα βαθύτατα, ὥστε κατορθώνει
κανεὶς νὰ στέκεται μέσα ὄρθιος καὶ
νὰ πυροβολῇ.
ΠΩΣ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ
- Ἀπὸ ἀπόψεως
διατροφῆς πῶς περνᾶτε ; ἐρωτῶμεν τοὺς
τραυματίας.
- Ἀρκετὰ καλὰ.
Ἡ ἐπιμελητεία μᾶς ἐξυπηρετεῖ καλά.
Τὴν νύκτα ἔρχονται καὶ μᾶς φέρνουν
ἔως εἰς τὰς προφυλακὰς τὴν κουραμάναν
μας καὶ τὸ συσσίτιον. Πρέπει νὰ
σημειώσετε ὅτι δὲν μαγειρεύουν κοντὰ
εἰς τὰς γραμμὰς διὰ νὰ μὴ φαίνωνται
ἡ φωτιὰ καὶ ὁ καπνὸς καὶ δίδεται
στόχος εἰς τὸ πῦρ τοῦ ἐχθροῦ.
Μαγειρεύουν μακρυὰ εἰς μέρη ἀφανῆ.
-Δὲν ὑποφέρετε
ποτὲ ἄπὸ ἔλλειψιν τροφῆς ;
-Σπανιώτατα
βραδύνει νὰ ἔλθῃ τὸ συσσίτιον εἰς
τὰς προφυλακὰς, ὅταν τὸ πῦρ εἶνε
σφοδρὸν ἐκ μέρους τοῦ ἐχθροῦ . Νὰ
λείψῃ ὅμως τελείως δὲν συμβαίνει ποτέ.
Ἐννοεῖται, ὅτι βρέχεται κάποτε ἡ
κουραμάνα καὶ τὸ συσσίτιον καὶ χαλοῦν.
ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν κἄτι σύνηθες.
ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ
Κἄποιος εὔζωνος
μᾶς διηγεῖται ὅτι τὴν ἡμέραν τῶν
Χριστουγέννων ἀλληλεπυροβολοῦντο
διαρκῶς εἰς τὸ σημεῖον ὅπου εὑρίσκετο
αὐτὸς μὲ τοὺς Τούρκους.
-Ἔτσι, λέγει ὁ
εὔζωνος, τὴν παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ
εἴχαμε φάει κρέας καὶ ἀνήμερα ἐφάγαμε
ἐληὲς. Δὲν ἦτο δυνατὸν νᾶ μᾶς φέρουν
συσσίτιο.
- Τοῦ Χριστοῦ
ἤτανε τότε ; ἐρωτᾷ τὸν συνάδελφον του
ἕνας ἄλλος εὔζωνος. Καλά λές. Ἐμεῖς,
ξέρετε, ἐκεῖ πάνω δὲν ξέρουμε οὔτε τὶ
ἡμερομηνία εἶνε, οὔτε τὶ μέρα, οὔτε
τίποτα.
Καὶ ὁ πρῶτος
εὔζωνος προσθέτει :
Τὶ ἡμέρα λές,
καϋμένε ; Ἐμεῖς ζοῦμε τὴ νύχτα ἐκεῖ.
Τότε κάνουμε ὅ,τι κάνουμε. Θυμοῦμαι
τότε, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν Φώτων, μᾶς
ἐπῆρεν ὁ ταγματάρχης μας νὰ καταλάβουμε
ἕνα βουνό. Ἀνεβαίναμε λοιπὸν καὶ
χτίζουμε καὶ πρόχωμα στὸ δρόμο. Ὅταν
ξημέρωσε, ἤμαστε ἀπάνου στὸ βουνό καὶ
ὅλος ὁ ἀνήφορος εἶχε ἕνα μπόϊ τοῖχο
ἀπὸ τὸ μέρος τῶν Τούρκων. Τὶ νὰ κάνουν
κι’ αὐτοὶ; Τὰ χάσανε ὅταν μᾶς εἴδανε
καὶ ὅπου φύγει- φύγει ἀπὸ ἀπέναντι.
Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Οἱ τραυματίαι
μᾶς διηγοῦνται ὅτι ὅλος ὁ στρατὸς
εἶνε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν Διάδοχον.
Περιέρχεται τακτικὰ τὸ στρατόπεδον
καὶ ἔχει διατάξει, ὅποιος ἔχει
παράπονον, ν’ ἀπευθύνεται, ἄν θέλῃ,
ἀπ’ εὐθείας πρὸς τὸν ἴδιον.
-Μιὰ μέρα, λέγει
κἄποιος τραυματίας, ἐκεῖ ποῦ ἐπερνοῦσεν
ὁ Διάδοχος μὲ τὸ αὐτοκίνητόν του,
βλέπει ἕνα στρατιώτην, ποῦ ἐπεριπατοῦσε
μὲ δυσκολίαν. Διέταξε καὶ ἐσταμάτησε
τὸ αὐτοκίνητον καὶ κατέβη κάτω. «Τὶ
ἔχεις, παιδί μου ;»
ἠρώτησε τὸν στρατιώτην.
«Ὑψηλότατε,
εἶμαι ἄρρωστος. Ἔπαθαν τὰ πόδια μου».
«Ἔχεις ἕνα μῆνα
ἄδειαν γιὰ νὰ θεραπευθῇς»,
τοῦ ἀπήντησεν ὁ
Διάδοχος.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΘΕΣΙΣ
Κατευχαριστημένοι
ὅλοι οἱ τραυματίαι μὲ τὴν μεγἀλην
ἐπίθεσιν, ποῦ ἤρχισε τὴν 7ην Ἰανουαρίου.
-Προχωρήσαμε
χιλιόμετρα ὁλόκληρα, λέγουν ὅλοι.
- Τὶ γινότανε
εἶνε ἀπερίγραπτο, προσθέτουν ἄλλοι.
Ἐμούγκριζεν ὅλον τὸ Μπιζάνι, ἐχαλοῦσεν
ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ τοπομαχικά μας ἔκαμε
θαύματα. Ἐβλέπαμε τὰ πολυβόλα, ποῦ
ἤρχιζαν νὰ ρίχνουν ὀβίδας εἰς μίαν
γραμμὴν Τουρκικῶν προχωμάτων άπὸ τὴν
μίαν ἄκρην ἕως τὴν ἄλλην. Οἱ Τοῦρκοι
ἐξεπετάγοντο καὶ ἔφυγαν. Αἱ ὀβίδες
τοὺς ἐκυνηγοῦσαν διαρκῶς.
Ἔπειτα εἴδαμε
νὰ φεύγῃ ὁ στρατὸς ἀπὸ τὸ Μπιζάνι
πρὸς τὰ Γιάννενα. Δυστυχῶς ἡ βροχὴ
δὲν ἀφῆκε νὰ ἐξακολουθήσωμεν.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΙ
ΕΧΘΡΩΝ
- Κουβεντιάζουμε
διαρκῶς μὲ τοὺς Ἀρβανίτες, μᾶς λέγουν
οἱ εὔζωνοι.
- Καὶ τὶ λέτε ;
- Τοὺς λέμε νὰ
παραδοθοῦνε, μᾶς λένε κι’ αὐτοὶ τὰ
ἴδια, τοὺς λέμε ὕστερα πῶς θὰ πάρωμε
τὰ Γιάννενα, «Ἀμ’
δὲ θὰ τὰ πάρετε;»
μᾶς ἀπαντοῦν. Μᾶς
βρίζουνε καμμιἀ φορὰ, τοὺς κοροϊδεύομε
καὶ … περνάει ἡ ὥρα.
- Συχνὰ, λέγει
ἕνας ἄλλος τραυματίας, βάζομε στὸ
τουφέκι μιὰ ἤ δύο κουραμάνες καὶ τῆς
σηκώνομε ψηλὰ. «Νὰ,
τοὺς λέμε, ψωμὶ, ποῦ δὲν ἔχετε. Κοιτάξετε
το. Θέλετε νὰ σᾶς δώσωμε;»
Καὶ τοὺς πετοῦμε
καμμιὰ φορά. Μιά μέρα, ἕνας δικός μας
σήκωσε μία κουραμάνα στὸ ὅπλο του. Ὁ
Ἀρβανίτης ἐπυροβόλησε. «Δυστυχισμένοι,
τοὺς εἶπε κι’ αὐτὸς, ποῦ καταντήσατε
! Ἐσεῖς εἴσαστε ποῦ κυνηγᾶτε τὸ
καρβέλι μὲ τὸ γκρᾶ, ὅπως λένε».
Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΣ ΤΑΣ
ΠΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Πῶς περνᾶτε
τὴν νύκτα ; ἐρωτῶμεν ἕνα τραυματίαν,
πληγωθέντα εἰς τὰς προφυλακάς.
Κουβεντιάζουμε
μὲ τοὺς Ἀρβανίτες. Αὐτοὶ ρίχνουν καὶ
τουφεκιές διαρκῶς. Ἀραιὲς ὅμως καὶ
στᾶ κουτουροῦ. Ἀλλὰ εἶνε ὡραῖα ὅταν
καμμιὰ φορὰ τὴ νύχτα ρίχνῃ τὸ
πυροβολικό. Εἶνε πανόραμα οἱ φωτιές
του. Ἔπειτα ἀκοῦς νὰ βουΐζουν οἱ
λαγκαδιὲς καὶ ν’ ἀκούωνται σἄν
μουγκρητὰ ἀπὸ μακρυά τὰ μακρυνὰ
τοπομαχικά.
Ὡραῖα εἶνε
ἀκόμη καὶ ὅταν εἶνε ἡσυχία.
Σιγοτραγουδοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴ
μιὰ μεριά,
τραγουδοῦν ἀμανέδες ἀπὸ τὴν ἄλλην
οἱ Ἀρβανίτες. Μιὰ νύχτα, εἴχαμε βγῆ
περιπολία καὶ τραγουδοῦσε ἕνας
Ἀρβανίτης Ἑλληνικά :
«Ἀγάπησα
μελαγχροινὸ
Μὲ δυὸ γλυκὰ
ματάκια…»
Ἕνας ἄλλος ἀπὸ
τὴν περιπολία μας ἔκανε νὰ τοῦ τραβήξῃ
μιὰ τουφεκιὰ, μὰ ἐμεῖς δὲν τὸν
ἀφήσαμε. Σταθήκαμε κι’ ἀκούαμε τὸ
τραγοῦδι.
Σημείωση:
Το κείμενο δημοσίευσε η «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του ιδρύματος «ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ»