ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ: 5-2-1913
Πηγή: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΚΩΧΗΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ
«ΓΛΕΝΤΙΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΦΩΤΙΕΣ»
Εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀναγνώστας τῆς «Ἀκροπόλεως» ὅτι ὁ Διάδοχος ὁλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ἄφιξιν του εἰς τὴν Ἤπειρον ἔκαμεν εἰς τὸν Ἐσσάτ πασσᾶν προτάσεις περὶ παραδόσεως τῶν Ἰωαννίνων, ἐδημοσιεύσαμεν μάλιστα προχθές καὶ τὸ κείμενον τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Τούρκου Ἀρχιστρατήγου.
Ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεδόθησαν αἱ προτάσεις αὗται ὑπῆρξε διὰ τοὺς ἀντιπάλους στρατοὺς τοῦ κέντρου ἡμέρα ἀνακωχῆς, χαρᾶς καὶ διασκεδάσεως. Περισσότερα ἀφίνομεν νὰ σᾶς διηγηθῇ αὐτόπτης μάρτυς τοῦ γεγονότος καὶ συνεορταστὴς τῆς 24 ώρου ἀνακωχῆς, ὁ λοχίας τοῦ πεζικοῦ κ. Μανοῦσος Ὀρφανουδάκης.
Ὁ κ. Ὀρφανουδάκης, ἀνήκει εἰς τὸ 1ον ἀνεξάρτητον σύνταγμα τῶν Κρητῶν, τὸ ὁποῖον κατέχει θέσεις κειμένας ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ τοῦ Μπιζανίου, ἐτραυματίσθη δὲ τὴν 23ην Ἰανουαρίου ἐκ θραύσματος ὀβίδος εἰς τὸ γόνυ.
-Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, μᾶς εἶπε, τὰ πυροβολεῖα τῆς Καστρίτσης εἶχον συγκεντρώσῃ εὔστοχα πυρὰ ἐναντίον μας καὶ μᾶς κατέστρεψαν τὸ ἕν μετὰ τὸ ἄλλο ὅλα τὰ προχώματά μας.
Ἀλλὰ μολονότι καὶ εἰς ἄνδρας εἴχαμε πολλὰς ἀπωλείας διετηρήσαμεν τὰς θέσεις μας κ’ ἐμείναμε ἐκεῖ δὰ στὴ μύτη τῶν Τούρκων εἰς ἀπόστασιν 150 βημάτων ἀπὸ τὰ χαρακώματα τους.
ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΣΣΑΤ - ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΣ ΤΟΥ
ΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ
-Ἱστορικώτερη ὅμως ἡμέρα ὑπῆρξεν, ἐξηκολούθησεν ὁ λοχίας Ὀρφανουδάκης, ἡ 17η νομίζω Ἰανουαρίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν ὁ Διάδοχος τὰς προτάσεις του εἰς τὸν Ἐσσατ πασσᾶν….
Ἀπὸ τὸ πρωΐ ἐξακολουθοῦσε τὸ καθημερινὸ τουφεκίδι χωρίς κανένα χαρακτῆρα. Τὸ μεσημέρι ὁ φαλαγγάρχης μας κ. Ἰωάννου ἀντισυνταγματάρχης ἔλαβε ἕνα ἔγγραφον τοῦ Διαδόχου μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ τὸ διαβιβάσῃ εἰς τὸν Τοῦρκον ἀρχιστράτηγον. Κατόπιν συνεννοήσεως μὲ τὸν διοικητὴν μας κ. Συνανιώτην ὁ κ. Ἰωάννου ἐκάλεσε τὸν λοχίαν Μποτινάκην τοῦ ἐνεχείρησε τὸ ἔγγραφον καὶ τὸν ὠδήγησε πῶς νὰ τὸ παραδώσῃ εἰς τὸ τουρκικὸν στρατόπεδον. Μαζὶ μὲ τὸν Μποτινάκην ὡρίσθησαν διὰ τὴν ἀποστολὴν αὐτὴν ἕνας σαλπιγκτὴς καὶ ἕνας διερμηνεύς. Οἱ τρεῖς των ἔφθασαν εἰς τὰ πρῶτα – πρῶτα προχώματα μας κατὰ τὰς 2 μὲ 3 μετὰ μεσημβρίαν.
Ἀμέσως ὁ λοχίας Μποτινάκης ὕψωσε λευκὴν σημαίαν ἐνῶ ὁ σαλπιγκτὴς ἐσάλπισε παύση πυρὸς καὶ ἀνέμενον τήν ἀπόκρισιν, ἐνῶ ἀνεμιζον τὴν λευκήν σημαίαν, ἀπό τὰ τουρκικά παραθέματα ἤρχισαν σφοδρὸν πῦρ ἐναντίον μας, αἱ σφαῖραὶ των μάλιστα διέτρησαν τὴν λευκήν σημαίαν, εἰς μάτην ἡ σάλπιγξ ἐξηκολούθει νὰ ἠχῇ «παύσατε πῦρ», εἰς μάτην ὁ διερμηνεύς προσπαθοῦσε νὰ γνωστοποιήση εἰς τὰς ἐχθρικὰς προφυλακὰς περὶ τίνος πρόκειται! Ἐκεῖνοι ἐξηκολούθουν νὰ πυροβολοῦν ἀκαταπαύστως νομίζοντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τεχνάσματος ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μηχανεύονται μόνον αὐτοὶ.
ΜΕ ΔΕΜΕΝΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Ἔπειτα ἀπὸ ἐπανειλημμένους ἀγῶνας τῶν ἤχων τῆς σάλπιγγος, τῶν κυματισμῶν τῆς λευκῆς σημαίας ἐτρόμαξαν ἐπὶ τέλους οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ νὰ πεισθοῦν περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν προθέσεων μας. Ἀκούσαμε τότε ν’ ἀντηχοῦν ἀπὸ τὰ διάφορα ἐχθρικὰ ὀχυρώματα παρατεταμένα συνθηματικὰ σφυρίγματα καὶ σαλπίσματα, ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων ἦτο νὰ παύσῃ ἐπὶ τέλους τὸ ἐχθρικὸν πῦρ καὶ νὰ σαλπίσουν καὶ αἱ ἐχθρικαὶ σάλπιγγες «παύσατε πῦρ».
Τότε ὁ Μποτινάκης μὲ τοὺς ἄλλους δὺο ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πρόχωμα καὶ ἐβάδισαν μπροστὰ κρατῶντας ψηλὰ τὴ λευκὴ σημαὶα. Κ’ ἡμεῖς ὅμως κ’ οἱ Τοῦρκοι ἐπεριμέναμε πίσω ἀπ’ τὰ προχώματα ἐπὶ σκοπῷ.
Μόλις ἔφθασε ἡ ἀποστολὴ μας 50 βήματα πλησίον στὰ ἐχθρικὰ προχώματα ἔτρεξαν εἰς προϋπάντησιν της μερικοὶ Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοὶ καὶ τὴν ἐσταμάτησαν ἐκεῖ. Ἔβγαλαν ἀμέσως λευκὰ μανδήλια κ’ ἔδεσαν καλὰ τὰ μάτια καὶ τῶν τριῶν, ἔπειτα δὲ τοὺς ὡδήγησαν δι’ ἐλιγμῶν καὶ μὲ χίλιες δύο προφυλάξεις εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ τῶν προφυλακῶν κειμένην εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος.
ΑΝΑΚΩΧΗ
Μόλις οἱ τρεῖς ἄνδρες μας ἀφέθησαν εἰς τὴν διάθεσιν τῶν ἐχθρῶν, ὅλοι οἱ κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὰ ταμπούρια τοῦρκοι ἐπήδησαν ἔξω καὶ μᾶς ἐχαιρετοῦσαν μὲ τὰ μαντήλια τους καὶ μὲ τὰ φέσια τους. Ἀμέσως ἐκάμαμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο, ἀφήσαμε τὰ προχώματα μας κι’ ἀρχίσαμε νὰ περιπατοῦμε καὶ νὰ ξεμουδιάζουμε ἐλεύθερα.
Τὶ ἔγινεν ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν περιγράφεται. Ἄλλοι ἐζητωκραύγαζαν, ἄλλοι ἐτραγουδοῦσαν, ἄλλοι γελοῦσαν, ἄλλοι ἔστησαν κουβέντα μὲ τοὺς Τούρκους.
-Ἀφῆστε μας νὰ ξεκουρασθοῦμε καὶ λίγο! μᾶς φώναζαν ἐκεῖνοι.
-Ἀπόψε νὰ ρθῆτε νὰ φάμε μαζί. Ἔχουμε κουραμάνα ζεστή – ζεστὴ! Τους φωνάζαμε ἐμεῖς.
Δὲν πίστευε κανεὶς ποτὲ πῶς ἡμεῖς ποῦ κουβεντιάζαμε τόσο ἀγαπημένα εἴμεθα μέχρι πρὸ ὁλίγων στιγμῶν ἐχθροὶ ἄσπονδοι καὶ θὰ ἐγινόμεθα ὕστερα ἀπὸ ὅλίγας στιγμὰς πάλι ἀσπονδότεροι….
Ὅταν ἐπέρασαν αἱ πρῶται στιγμαὶ τοῦ ἐορτασμοῦ τῆς σιωπηρᾶς αὐτῆς ἀνακωχῆς, οἱ περισσότεροι ἄρχισαν νὰ μαζεύουν ξύλα, διότι ἐκ τῶν προτέρων εἴχαμε εἰδοποιηθῇ ὅτι ἐκείνη τὴ νύχτα θὰ ἐπτρέπετο ν’ ἀνάψουμε ἐξαιρετικῶς φωτιές.
Μόλις ἐνύχτωσε τὸ Μπιζάνι ἐλαμπάδωσε πρὸς τό μέρος ἐκεῖνο ὅλο. Καὶ ἡ δικές μας καὶ οἱ Τουρκικές προφυλακές ἐφωταγωγήθηκαν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Ὅλα τὰ ταμπούρια ἐστολίστηκαν μὲ σπινθηροβολοῦντα μπουκέτα φλογῶν! Σημειώσατε ὅτι πρώτη φορὰ καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς πολιορκίας τῶν Ἰωαννίνων μᾶς ἐπετράπη ν’ἀνάψουμε φωτιὲς νύχτα! Φαντασθῆτε τὶ ἔγινε. Μαζευτήκαμε ὅλοι γύρω στὰ φωτογώνια κ’ ἐτραγουδούσαμε κλέφτικα. Ὅταν σιωπούσαμε ἀκούγαμε καὶ τοὺς Τούρκους νὰ τραγουδοῦν κ’ ἐκεῖνοι. Ἔγινε τέλος πάντων πανηγύρι!
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΗΝΗΝ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ
Ὅταν τὸ βράδυ ἐγύρισε ὁ λοχίας Μποτινάκης μὲ τοὺς δύο συντρόφους του τοὺς περικυκλώσαμε γιὰ νὰ μᾶς ‘ποῦν ὅσα εἶδαν κι’ ὅσα δὲν εἶδαν, ἀφοῦ εἶχαν μάλιστα καὶ κλεισμένα τὰ μάτια τους.
Καθῶς μᾶς εἶπαν μόλις ἔφτασαν τυφλοπανιασμένοι καὶ ἀπὸ διαφόρους δρόμους εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ τῶν προφυλακῶν, ἔκλεισαν ἀμέσως καλὰ -καλὰ, ἀεροστεγῶς, τὴ σκηνἠ καὶ τοὺς ἔλυσαν τὰ μάτια. Ἐκεῖ τοὺς ὑπεδέχθησαν ὑποχρεωτικώτατα. Ὁ Τοῦρκος φαλαγγάρχης, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε θαυμάσια τὰ Ἑλληνικὰ τοὺς ἔβαλε κι’ ἐκάθησαν ἐπάνω σὲ στρωμένα μὲ ἀχυροστρωμνὰς κρεββάτια καὶ γελαστὸς – γελαστὸς τοὺς ἐζήτησε συγγνώμην γιατὶ τοὺς ὑπεδέχετο σὲ τόσο φτωχικὸ σαλόνι. Τοὺς προσέφεραν κατόπιν γλυκὸ, καφφὲ καὶ
σιγαρέττα. Στὸ τέλος τοὺς ἠρώτησαν γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ἄποστολῆς των καὶ ὅταν ἐδήλωσαν ὅτι εἶναι κομισταὶ ἐπιστολῆς τοῦ Διαδόχου πρὸς τὸν Ἐσσὰτ ἀμέσως ἐπῆρε ὁ Τοῦρκος φαλαγγάρχης τὸ τηλέφωνον καὶ ἐζήτησε τὰ Ἰωάννινα ὅπου εὑρίσκετο ὁ Ἀρχιστράτηγος. Ἐκάλεσε τὸν ἴδιον εἰς τὸ τηλέφωνο καὶ τὸν ἠρώτησε ἄν θέλῃ νὰ τοῦ παρουσιάσῃ τοὺς Ἕλληνας ἀπεσταλμένους. Ὁ Ἐσσὰτ ὅμως τὸ ἐθεώρησε περιττὸν ἀφοῦ τὸ ἔγγραφον μποροῦσαν νὰ τὸ ἀφήσουν καὶ νὰ φύγουν. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ παρέλαβον τὸ ἔγγραφον χωρὶς ν’ ἀποκρύπτουν ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι ὑπέρ τοῦ τερματισμοῦ τοῦ πολέμου καὶ μὲ δεμένα πάλι τὰ μάτια, μὲ τὰς αὐτὰς προφυλάξεις καὶ ἀπὸ ἄλλο μέρος ὡδήγησαν τοὺς τρεῖς ἀπεσταλμένους μας ἔξω τοῦ Τουρκικοῦ στρατοπέδου. Εἰς 50 βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ τελευταίου προχώματος των τοὺς ἔλυσαν τὰ μάτια καὶ τοὺς ξεπροβόδωσαν πρὸς τὰ λαμπαδοφωτισμένα ταμπούρια μας, τὰ ὁποῖα ἀντανακλοῦσαν εἰς ὅλη τὴν ἄγρια καὶ τὴ μεγάλη χαράδρα μιὰ κόκκινη σὰν αἱματωμένη λάμψι.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ
Ἀπάντησι δὲν ἔδωσαν οἱ Τοῦρκοι ἐκείνη τὴν ἡμέρα καμμία. Τὴν ἄλλη μέρα μάθαμε ὅτι τὴν ἔστειλαν στὸ Αὐγό…
Καὶ τὸ ἄλλο πρωί περάσαμε ὡραῖα. Καλημεριστήκαμε μὲ τοὺς Τούρκους κι’ ἀρχίσαμε νὰ μαζεύουμε ξῦλα. Ὅσο πλησίαζε ὅμως τὸ μεσημέρι τόσο μαζευόμαστε στὰ ταμπούρια μας. Κατὰ τὰς δώδεκα οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ μᾶς πυροβολοῦν ἀραιὰ - ἀραιὰ στὴν ἀρχὴ, πυκνότερα κατόπιν. Ἀπαντήσαμε κι’ ἡμεῖς φωνάζοντας :
-Καλὴ ἀρχὴ…
Τὸ βράδυ σκοτεινιὰ καὶ πίσσα. Ἡ χθέσινη φωτισμένη νύχτα εἶχε περάσῃ σὰν ὄνειρο, μοναδικὴ μὲσα στοὺς μῆνας τῆς πολιορκίας.