Η ΗΠΕΙΡΟΣ
Το Λίκνο των Ελλήνων
ένα κείμενο
του D. BAUD – BOVY
Genève, Septembre 1913
Genève, Septembre 1913
οι
φωτογραφίες είναι του FREDERIC
BOISSONNAS
το κείμενο
και οι φωτογραφίες είναι
από το
φωτογραφικό λεύκωμα του Frederic Boissonnas με τίτλο
“L’EPIRE - BERCEAU
DES GRECS” (ΗΠΕΙΡΟΣ – ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ)
Μετάφραση – Λογοτεχνική προσαρμογή
Γεώργιος Κατσίλας
Ιατρός
Απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής
Γεώργιος Κατσίλας
Ιατρός
Απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής
[Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: http://www.hellinon.net/Liknoellinon.htm]
Καθώς αφήναμε
πίσω μας τα Ιωάννινα, ο ήλιος του Ιουνίου άρχισε να υψώνεται πάνω από τον κάμπο,
σκορπίζοντας πλαγιαστά τις ακτίνες του στα ψηλά χόρτα, γεμάτα υγρασία από την
καταιγίδα της προηγούμενης μέρας.
Ο δρόμος που ακολουθήσαμε, σπαρμένος με πέτρες εδώ κι εκεί, ξετυλίγονταν στο βάθος, υγρός και κόκκινος. Κάποιες τέντες στημένες δίπλα στα απομεινάρια χωριών που πυρπολήθηκαν, μας θύμισαν ότι αυτός ο κάμπος πριν από λίγο καιρό, υπήρξε ένα μεγάλο πεδίο μαχών και ότι χιλιάδες άνθρωποι είχαν νοιώσει εκεί την ανάσα του αναπόφευκτου θανάτου. Βοσκοί με γοερές φωνές συγκέντρωναν τα κοπάδια τους. Γυναίκες με το βαρελάκι ή τη στάμνα στον ώμο, πήγαιναν να προμηθευτούν νερό. Και οι πελαργοί περιφέρονταν τάχα σπουδαίοι και ταυτόχρονα αστείοι.
Πίσω μας μια ομίχλη που ανέβαινε από τη λίμνη έκρυβε τους πρόποδες του Μιτσικελιού, του οποίου η κορυφή φιγουράριζε κοφτερή και καθαρή στον διαυγή ουρανό. Μπροστά μας, πέρα από μια σειρά λόφων, διαγράφονταν η διπλή κορυφή της Ολύτσικας. Γύρω μας θρόϊζε το τρεμούλιασμα από τα στάχυα των δημητριακών.
Από τον αυχένα του Αη Νικόλα, όπου ακόμα φαίνονται τα χαρακώματα των Τούρκων δίπλα στο παρεκκλήσι που κάψανε, ανακαλύπτει κανείς την κοιλάδα της Δωδώνης.
Στις όχθες του ποταμού Αχελώου - λέει ο Αριστοτέλης - κατοικούσαν “αυτοί που ονομάζονταν Γραικοί και στη συνέχεια ονομάστηκαν Έλληνες ”. Η Δωδώνη, στο κέντρο της Ηπείρου είναι ουσιαστικά το πιο σεβαστό μαντείο της Ελλάδος.
Ο Pouqueville υπέθεσε ότι ανακάλυψε στο λόφο του Γαρδικιού, βόρεια των Ιωαννίνων, τα ερείπια του ιερού. Όμως ο κ. Κων. Καραπάνος τα εντόπισε εκεί ακριβώς που ο Γάλλος περιηγητής τοποθετούσε στον χάρτη του τα ερείπια της Πασσαρώνας, στην δροσερή κοιλάδα της Τσαραχωβίστας, στη σκιά της Ολύτσικας, του άγριου “Τόμαρου” των αρχαίων.
Ο δρόμος που ακολουθήσαμε, σπαρμένος με πέτρες εδώ κι εκεί, ξετυλίγονταν στο βάθος, υγρός και κόκκινος. Κάποιες τέντες στημένες δίπλα στα απομεινάρια χωριών που πυρπολήθηκαν, μας θύμισαν ότι αυτός ο κάμπος πριν από λίγο καιρό, υπήρξε ένα μεγάλο πεδίο μαχών και ότι χιλιάδες άνθρωποι είχαν νοιώσει εκεί την ανάσα του αναπόφευκτου θανάτου. Βοσκοί με γοερές φωνές συγκέντρωναν τα κοπάδια τους. Γυναίκες με το βαρελάκι ή τη στάμνα στον ώμο, πήγαιναν να προμηθευτούν νερό. Και οι πελαργοί περιφέρονταν τάχα σπουδαίοι και ταυτόχρονα αστείοι.
Πίσω μας μια ομίχλη που ανέβαινε από τη λίμνη έκρυβε τους πρόποδες του Μιτσικελιού, του οποίου η κορυφή φιγουράριζε κοφτερή και καθαρή στον διαυγή ουρανό. Μπροστά μας, πέρα από μια σειρά λόφων, διαγράφονταν η διπλή κορυφή της Ολύτσικας. Γύρω μας θρόϊζε το τρεμούλιασμα από τα στάχυα των δημητριακών.
Από τον αυχένα του Αη Νικόλα, όπου ακόμα φαίνονται τα χαρακώματα των Τούρκων δίπλα στο παρεκκλήσι που κάψανε, ανακαλύπτει κανείς την κοιλάδα της Δωδώνης.
Στις όχθες του ποταμού Αχελώου - λέει ο Αριστοτέλης - κατοικούσαν “αυτοί που ονομάζονταν Γραικοί και στη συνέχεια ονομάστηκαν Έλληνες ”. Η Δωδώνη, στο κέντρο της Ηπείρου είναι ουσιαστικά το πιο σεβαστό μαντείο της Ελλάδος.
Ο Pouqueville υπέθεσε ότι ανακάλυψε στο λόφο του Γαρδικιού, βόρεια των Ιωαννίνων, τα ερείπια του ιερού. Όμως ο κ. Κων. Καραπάνος τα εντόπισε εκεί ακριβώς που ο Γάλλος περιηγητής τοποθετούσε στον χάρτη του τα ερείπια της Πασσαρώνας, στην δροσερή κοιλάδα της Τσαραχωβίστας, στη σκιά της Ολύτσικας, του άγριου “Τόμαρου” των αρχαίων.
Το τείχος της
ακρόπολης ακολουθεί το περίγραμμα ενός υψώματος που καταλαμβάνει το κέντρο της κοιλάδας.
Το Θέατρο κατασκευάστηκε στην πλευρά αυτού του λοφίσκου. Πιο νότια εκτεινόταν
το τέμενος που περιέκλειε το ναό, το θησαυρό, τα αναθήματα, το ιερό της
Αφροδίτης, και, αναμφίβολα, το ιερό δάσος και την θαυματουργή πηγή.
Το θέατρο καθ’ εαυτό εμφανίζεται ακόμα και σήμερα σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Οι βελανιδιές με τ’ αγκάθια, τα αναρριχώμενα, οι άγριες τριανταφυλλιές και οι αγριλιές, κάλυψαν κιόλας τα τείχη που γύμνωσαν οι εργάτες του κ. Καραπάνου. Τούφες από σανούς και κιτρινωποί κύστοι ξανακαλύπτουν το πλάτωμα της ακρόπολης.
Επίσημα και για πρώτη φορά, η φωτεινή ψυχή της Ελλάδας, έγινε κοινωνός της φύσης σ’ αυτόν τον τόπο. Εδώ, ο Πελασγικός Δίας, άμορφη και φοβερή θεότητα, που μόλις ξέφυγε από το χάος, παντρεύτηκε την Διώνη, την γόνιμη γη. Από τον έρωτά τους, του οποίου έμβλημα είναι το περιστέρι, γεννήθηκε μια μέρα η Αφροδίτη.
Το θέατρο καθ’ εαυτό εμφανίζεται ακόμα και σήμερα σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Οι βελανιδιές με τ’ αγκάθια, τα αναρριχώμενα, οι άγριες τριανταφυλλιές και οι αγριλιές, κάλυψαν κιόλας τα τείχη που γύμνωσαν οι εργάτες του κ. Καραπάνου. Τούφες από σανούς και κιτρινωποί κύστοι ξανακαλύπτουν το πλάτωμα της ακρόπολης.
Επίσημα και για πρώτη φορά, η φωτεινή ψυχή της Ελλάδας, έγινε κοινωνός της φύσης σ’ αυτόν τον τόπο. Εδώ, ο Πελασγικός Δίας, άμορφη και φοβερή θεότητα, που μόλις ξέφυγε από το χάος, παντρεύτηκε την Διώνη, την γόνιμη γη. Από τον έρωτά τους, του οποίου έμβλημα είναι το περιστέρι, γεννήθηκε μια μέρα η Αφροδίτη.
Αυτή την αρχέγονη τριάδα, την διακόνησε μια διπλή λατρεία λιτού χαρακτήρα, μέσα σε ένα τοπίο που συχνά το σκοτεινιάζουν οι καταιγίδες του καλοκαιριού και που το πλήττει ο χειμώνας. Ιερείς της ήταν οι Σελλοί και ιέρειες της οι Πελειάδες.
Αποστολή τους ήταν να εξηγούν στους πιστούς τα σημεία της γλώσσας των Θεών: Ο Δίας με την προφητική του πνοή, κατέκλυζε τα μαύρα κλαριά των βελανιδιών. Η Διώνη και η Αφροδίτη διαμόρφωναν το σχέδιο του κελαρύσματος της άγιας πηγής και έκαναν το πέταγμα των περιστεριών να διαγράφει ουράνια ιερογλυφικά. Οι Σελλοί, με χρησμούς και προφητείες, ερμήνευαν αυτά τα μουρμουρητά και αυτά τα θεάματα.
Στα χαλάσματα της Δωδώνης, οι βελανιδιές δεν ρίχνουν πια την σκιά τους και η πηγή έχει στερέψει. Καθισμένος στην κορυφή του θεάτρου, εκτεθειμένος στα ανελέητα βέλη του Απόλλωνα, έβλεπα ένα ζευγολάτη να χαράζει το έδαφος με το αλέτρι του. Είχε κρεμάσει την κάπα του, φτιαγμένη από τρίχωμα κατσίκας και το ξύλινο φλασκί του, σε μιαν ιτιά δίπλα στα απομεινάρια του βωμού της Αφροδίτης.
Εγκαταλείψαμε αυτά τα λεηλατημένα και σιωπηλά ερείπια. Στην πλαγιά της κοιλάδας ένα σκοτεινό άλσος έμοιαζε να μας καλεί και έτσι σκαρφαλώσαμε ως εκεί, όπου οι θεόρατες βελανιδιές, μαύρες, στρεβλωμένες, με γκρίζες λειχήνες να κρέμονται από τον κορμό τους, περιτριγυρίζονται από σκοτεινιά. Μέσα από τα κλαδιά τους διακρίνεται η μεγαλοπρεπής και συννεφιασμένη κορυφή του Τόμαρου. Ανάμεσα από τους κορμούς τους, αγκαλιασμένους από κισσούς, βλέπει κανείς την κοιλάδα σε ροζ αποχρώσεις να χάνεται στο βάθος. Τα δέντρα αυτά σκεπάζουν προστατευτικά ένα παλιό παρεκκλήσι, μισοκατεστραμμένο από τους Τούρκους. Στην άκρη τους, αναβλύζει από τον βράχο, νερό ορμητικό και κρύο σαν πάγος.
Ξάπλωσα στη ρίζα ενός από αυτά τα γέρικα δένδρα. Ο ήχος της πηγής, άλλοτε πιο σιγανός, άλλοτε πιο δυνατός, έφθανε σε μένα διακριτικά. Ένα ξερόκλαδο έσπασε, ένα περιστέρι φτεροκόπησε πάνω από το κεφάλι μου. Λίγο πιο αργά, στην κορυφή του Τόμαρου, ο ήχος της θείας βροντής κατρακύλησε υπόκωφα. Ο άνεμος βογκώντας κατέβηκε από το βουνό. Ακούστηκε ένας ψίθυρος ανάμεσα στο ξηρό και σκληρό φύλλωμα των πουρναριών, σαν απαλή και εξασθενημένη ηχώ της Δωδωναίας Πνοής.
Από τις
προφητικές βελανιδιές της Δωδώνης δεν είναι που διάλεξε η Αθηνά για το κατάρτι
του όμορφου πλοίου Αργώ; Στον Θεό της Δωδώνης δεν έκανε τις σπονδές του ο
Αχιλλέας; Όπως και η υπόλοιπη Ελληνική γη, η Ήπειρος είναι μια περιοχή
ανεξάντλητη σε μύθους. Η άσπρη λεύκα που ο Ηρακλής μεταφύτευσε στην Ελλάδα
βλαστάνει πάντα στις όχθες του βουερού Κοκύτη. Ο Αχέρων, γιος της υπερυψωμένης
και ελώδους Θεσπρωτίας, ο οποίος πιο κάτω στραγγαλίζεται στα φαράγγια, είναι
πάντα για τον λαό ”το ποτάμι που μεταφέρει πόνους”.
Ανεβήκαμε πάλι το ρεύμα για να επισκεφθούμε τα ερείπια της κραταιάς Πανδοσίας (σημείωση σύνταξης: στο χωριό Καστρί Φαναρίου, κοντά στο Νεκρομαντείο), και του Βουχετίου (σημείωση σύνταξης: Κάστρο Ρωγών, στο χωριό Ν. Κερασούντα Πρεβέζης) όπου αποβιβάστηκε η Θέμις, μεταφερμένη από ένα βόδι, κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Ένα χωριό, το Καστρί, βρισκόταν δίπλα στη Πανδοσία. Μια τούρκικη μεραρχία το κατέστρεψε υποχωρώντας από τα Γιάννενα. Εκεί βρήκαμε ένα παπά ο οποίος θρηνούσε στα ερείπια της εκκλησίας του. Μας οδήγησε στην ακρόπολη όπου όλη η πεδιάδα προσφέρεται στη θέα. Καλυμμένη ακόμη από έλη και ποταμούς - άλλοτε σκιασμένη από πυκνά δάση – που προκαλούν χωρίς αμφιβολία πυρετούς και βλάπτουν την υγεία, φαινόταν στους αρχαίους ότι ήταν ακριβώς ο τόπος που παρεπιδημούσε ο θάνατος. Εδώ, με τις συμβουλές της Κίρκης, ο Οδυσσέας κάλεσε τις αέρινες ψυχές των μεταστάντων και συμβουλεύτηκε την ψυχή του μάντη Τειρεσία του Θηβαίου. Εδώ, ο Ορφέας έχασε για δεύτερη φορά την Ευρυδίκη.
Ανεβήκαμε πάλι το ρεύμα για να επισκεφθούμε τα ερείπια της κραταιάς Πανδοσίας (σημείωση σύνταξης: στο χωριό Καστρί Φαναρίου, κοντά στο Νεκρομαντείο), και του Βουχετίου (σημείωση σύνταξης: Κάστρο Ρωγών, στο χωριό Ν. Κερασούντα Πρεβέζης) όπου αποβιβάστηκε η Θέμις, μεταφερμένη από ένα βόδι, κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Ένα χωριό, το Καστρί, βρισκόταν δίπλα στη Πανδοσία. Μια τούρκικη μεραρχία το κατέστρεψε υποχωρώντας από τα Γιάννενα. Εκεί βρήκαμε ένα παπά ο οποίος θρηνούσε στα ερείπια της εκκλησίας του. Μας οδήγησε στην ακρόπολη όπου όλη η πεδιάδα προσφέρεται στη θέα. Καλυμμένη ακόμη από έλη και ποταμούς - άλλοτε σκιασμένη από πυκνά δάση – που προκαλούν χωρίς αμφιβολία πυρετούς και βλάπτουν την υγεία, φαινόταν στους αρχαίους ότι ήταν ακριβώς ο τόπος που παρεπιδημούσε ο θάνατος. Εδώ, με τις συμβουλές της Κίρκης, ο Οδυσσέας κάλεσε τις αέρινες ψυχές των μεταστάντων και συμβουλεύτηκε την ψυχή του μάντη Τειρεσία του Θηβαίου. Εδώ, ο Ορφέας έχασε για δεύτερη φορά την Ευρυδίκη.
Ο ήλιος
έπεφτε όταν εμείς επιστρέψαμε στη βάρκα μας. Οι βαρκάρηδες δεν είχαν παρά να
την αφήσουν να ακολουθήσει το ρεύμα. Στο ποτάμι δίπλα στις όχθες απλωνόταν ένα
χρώμα κόκκινο σαν οξειδωμένος χαλκός, από την αντανάκλαση των καλαμιών. Ανάμεσα
στις σιλουέτες των δέντρων, χρυσωμένες σαν τα μολύβια κάποιου βιτρώ,
γλιστρούσαν μακρυνοί λόφοι. Καθώς ο ήλιος έπεφτε, επέβαλλε την δόξα του σε όλο
το τοπίο. Η ίδια η όχθη του ποταμού για μια στιγμή συμμετέχοντας στην
ακτινοβολία του, έμοιαζε να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια πυκνή χρυσαφένια
σκόνη. Μετά, αυτό το μέγα φως άφησε την γη και κατέφυγε στον ουρανό όπου
πορφύρωσε ένα σύννεφο με τερατώδεις και λαμπερούς κροσσούς. Ένας προς έναν
ξαναπρόβαλλαν οι θάμνοι της όχθης και τα φυλλώματά τους διαγράφονταν στον
ορίζοντα με τόση χάρη, που κάποιος θα πίστευε, όπως στους γοτθικούς πίνακες,
ότι είναι ζωγραφισμένοι με χρωστήρα σε χρυσό φόντο.
Η πλώρη της βάρκας έσκιζε με θόρυβο την μεταξένια
επιφάνεια του νερού που έκανε τον ουρανό να μοιάζει πράσινος και τα σύννεφα
φλογισμένα, καθώς οι καλαμιές ανακάτευαν τις αντανακλάσεις. Στο πέρασμά μας
αρπάξαμε την φωλιά μιας παπαδίτσας που κρέμονταν σαν καλάθι από το κλαρί ενός
οξυφοίνικα. Το μελωδικό κλάμα του πουλιού, μας ακολούθησε για λίγο.
Κάμποσα μοιρολόγια της σύγχρονης Ελλάδας αναφέρονται στον χάρο και τους ποταμούς της κόλασης. Το άκουσμα του θρήνου αυτού του πουλιού, μου φέρνει στη μνήμη ένα απ’ αυτά:
“Ένα μικρό πουλί έβγαινε από τον κάτω κόσμο.
Είχε τα νύχια κόκκινα και τις φτερούγες μαυρισμένες.
Τα νύχια από το αίμα και τις φτερούγες απ’ το χώμα.
- Πουλί μου εσύ, φάε τη ζάχαρη, πιες το μόσχο και μύρισε τον αμάραντο για να μπορέσεις να μας διηγηθείς.
- Φτωχές γυναίκες, τι είδαν τα μάτια μου! Τι να σας πω και τι να σας διηγηθώ! Είδα τον χάροντα να καλπάζει στον κάμπο.
Σέρνει τους νιούς απ’ τα μαλλιά,
τους γέρους απ’ τα χέρια,
σέρνει και τα μικρά παιδιά
σαν αρμαθιά απ’ τη σέλλα “.
Κάμποσα μοιρολόγια της σύγχρονης Ελλάδας αναφέρονται στον χάρο και τους ποταμούς της κόλασης. Το άκουσμα του θρήνου αυτού του πουλιού, μου φέρνει στη μνήμη ένα απ’ αυτά:
“Ένα μικρό πουλί έβγαινε από τον κάτω κόσμο.
Είχε τα νύχια κόκκινα και τις φτερούγες μαυρισμένες.
Τα νύχια από το αίμα και τις φτερούγες απ’ το χώμα.
- Πουλί μου εσύ, φάε τη ζάχαρη, πιες το μόσχο και μύρισε τον αμάραντο για να μπορέσεις να μας διηγηθείς.
- Φτωχές γυναίκες, τι είδαν τα μάτια μου! Τι να σας πω και τι να σας διηγηθώ! Είδα τον χάροντα να καλπάζει στον κάμπο.
Σέρνει τους νιούς απ’ τα μαλλιά,
τους γέρους απ’ τα χέρια,
σέρνει και τα μικρά παιδιά
σαν αρμαθιά απ’ τη σέλλα “.
Εάν η
ιστορία, οι μύθοι, οι θρύλοι και η γλώσσα δεν αρκούν, οι πέτρες είναι εκεί,
τείχη ελληνικά ή βυζαντινά, για να μαρτυρούν ότι η Ήπειρος είναι λογικά κομμάτι
της Ελλάδας. Όχι μακριά από την Πάργα – παινεμένη από τον Αρχιδούκα Λουδοβίκο
Σαλβαδόρ της Αυστρίας, της οποίας τα δεινά και η καρτερικότητα συγκίνησαν
ολόκληρη την Ευρώπη – βρισκόταν η αρχαία Τορύνη. Σε μικρή απόσταση από τους
Φιλιάτες, στη συμβολή του Καλαμά με την Κρεμνίτσα, σε ένα μέρος ασύγκριτης
απομόνωσης και κατάνυξης, οι βοσκοί έβοσκαν τα κοπάδια τους στα ισχυρά τείχη
της Πασσαρώνας. Κοντά στο Δέλβινο, σε ένα λόφο, φαίνονται τα απομεινάρια της
ωραίας Φοινίκης, πρωτεύουσας της χώρας των Χαόνων. Στην κορυφή ενός από τους
διπλανούς λόφους, που τους βρέχει η λίμνη Λιβάρι, ορθώνονται τα επιφανή ερείπια
του Βουθρωτού. Εκεί, σε ένα ιερό δάσος δίπλα στη πόλη, στις όχθες ενός
χείμαρρου, ο Αινείας ξαναβρήκε την Ανδρομάχη. Κλαίγοντας θυσίαζε στην ψυχή του
Έκτορα. Υποδέχεται τον ήρωα, του μαθαίνει ότι αυτή η χώρα ονομάζεται Χαονία από
το όνομα του Χάονα, αδελφό του Έλενου, που είναι ο νέος της σύζυγος.
Κάθε βήμα, σ’ αυτό το έδαφος, σηκώνει αρχαία σκόνη. Ο χριστιανισμός αφού την ανέπνευσε, άφησε να πέσουν εκεί οι στάχτες του και τα θυμιάματα του. Και έτσι ο ζωγράφος, ο επιφορτισμένος να διακοσμήσει μιαν εκκλησία, στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, ανάμεσα στα πρόσωπα που ζωντανεύουν τις νωπογραφίες του νάρθηκα, εικόνισε τον Πλούταρχο, τον Σόλωνα, τον Θουκυδίδη, και τον θείο Πλάτωνα.
Κάθε βήμα, σ’ αυτό το έδαφος, σηκώνει αρχαία σκόνη. Ο χριστιανισμός αφού την ανέπνευσε, άφησε να πέσουν εκεί οι στάχτες του και τα θυμιάματα του. Και έτσι ο ζωγράφος, ο επιφορτισμένος να διακοσμήσει μιαν εκκλησία, στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, ανάμεσα στα πρόσωπα που ζωντανεύουν τις νωπογραφίες του νάρθηκα, εικόνισε τον Πλούταρχο, τον Σόλωνα, τον Θουκυδίδη, και τον θείο Πλάτωνα.
Ανάμεσα σε
τόσα μοναστήρια, - της Ζίτσας, που το ύμνησε ο Λόρδος Βύρων, της Ποτγκόριανης,
των Ταξιαρχών, της Παρθένου “Βασιλική”, που παρέμεινε η Άννα η Κομνηνή κλπ –
που με τη σειρά τους δένουν την Ήπειρο με την Ελληνική Αυτοκρατορία της
ανατολής, το μοναστήρι του Ζαλόγγου αξίζει ένα προσκύνημα. Η εκκλησία του είναι
πολύ παλιά, και φαίνεται σαν να συνδέει τα ερείπια της Κασσώπης με τον βράχο
του Στεφανιού. Από το βουνό του Ζαλόγγου βλέπει κανείς όλη την χερσόνησο της
Νικόπολης και σε έναν πλατύ πρόβολο, κρεμασμένο στο πλευρό της και γερά οχυρωμένο,
απλώνονται σαν αληθινό ανάγλυφο, οι βάσεις των κυρίων κτηρίων της Κασσώπης
Το πρωί του Μαΐου που είδαμε αυτό τον τόπο, κύστοι με γκρίζα φύλλα, αστερίες, περικοκλάδες, αλλά και καλλιεργημένα φυτά, στόλιζαν τον σωρό από τις καλοπελεκημένες πέτρες. Από κει ψηλά, η ακτή φαίνεται σαν λάμα δρεπανιού, και τα χαλίκια της μοιάζουν σαν την λαμπερή της κόψη. Στην άκρη χωρίζεται σαν τη διχαλωτή ουρά ενός αγριόγαλου, για να σχηματίσει την χερσόνησο όπου ο Αύγουστος, σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο, θεμελίωσε τη Νικόπολη. Ανατολικά, βαμμένη στο κόκκινο, ακόμη βυθισμένη στη σκιά, η πλευρά που ακουμπάει η Κασσώπη, απλώνεται περιορίζοντας το βλέμμα. Εκεί κάτι σαν πύργος ξεχωρίζει απ’ αυτήν. Είναι ο βράχος του Στεφανιού, ύστατο άσυλο και ταυτόχρονα αδιέξοδο για τις Σουλιώτισσες. Στην βάση του, ασπρίζει μισοκρυμμένο το μοναστήρι.
Πατώντας τα αρωματικά χόρτα μεθούσα από την απεραντοσύνη, από αυτή τη θάλασσα ενός ανείπωτου γαλάζιου, από το τοπίο γύρω, από τα βουνά της Αγίας Μαύρας, από τα σύννεφα που ξεπηδούσαν χαρούμενα στον απεριόριστο ορίζοντα, από το τραγούδι ενός σπίνου, το ζουζούνισμα των μελισσών, το αργό πέταγμα δύο μεγάλων αετών και τον θαλασσινό αέρα που βαλσάμωνε την άνοιξη.
Το γεύμα, προετοιμασμένο από τον καλό μας Φίλιππο, μας περίμενε στο Μοναστήρι. Δύο παπάδες το μοιράστηκαν μαζί μας. Η φυσιογνωμία του πιο ηλικιωμένου μου θύμιζε το φωτισμένο πρόσωπο του Ελισαίου Ρεκλούζ. Τα μπλε μάτια του έλαμπαν, ενώ μας διηγούνταν τις περιπέτειες της πρόσφατης μάχης στη Νικόπολη, όπου πολέμησε κι
Το πρωί του Μαΐου που είδαμε αυτό τον τόπο, κύστοι με γκρίζα φύλλα, αστερίες, περικοκλάδες, αλλά και καλλιεργημένα φυτά, στόλιζαν τον σωρό από τις καλοπελεκημένες πέτρες. Από κει ψηλά, η ακτή φαίνεται σαν λάμα δρεπανιού, και τα χαλίκια της μοιάζουν σαν την λαμπερή της κόψη. Στην άκρη χωρίζεται σαν τη διχαλωτή ουρά ενός αγριόγαλου, για να σχηματίσει την χερσόνησο όπου ο Αύγουστος, σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο, θεμελίωσε τη Νικόπολη. Ανατολικά, βαμμένη στο κόκκινο, ακόμη βυθισμένη στη σκιά, η πλευρά που ακουμπάει η Κασσώπη, απλώνεται περιορίζοντας το βλέμμα. Εκεί κάτι σαν πύργος ξεχωρίζει απ’ αυτήν. Είναι ο βράχος του Στεφανιού, ύστατο άσυλο και ταυτόχρονα αδιέξοδο για τις Σουλιώτισσες. Στην βάση του, ασπρίζει μισοκρυμμένο το μοναστήρι.
Πατώντας τα αρωματικά χόρτα μεθούσα από την απεραντοσύνη, από αυτή τη θάλασσα ενός ανείπωτου γαλάζιου, από το τοπίο γύρω, από τα βουνά της Αγίας Μαύρας, από τα σύννεφα που ξεπηδούσαν χαρούμενα στον απεριόριστο ορίζοντα, από το τραγούδι ενός σπίνου, το ζουζούνισμα των μελισσών, το αργό πέταγμα δύο μεγάλων αετών και τον θαλασσινό αέρα που βαλσάμωνε την άνοιξη.
Το γεύμα, προετοιμασμένο από τον καλό μας Φίλιππο, μας περίμενε στο Μοναστήρι. Δύο παπάδες το μοιράστηκαν μαζί μας. Η φυσιογνωμία του πιο ηλικιωμένου μου θύμιζε το φωτισμένο πρόσωπο του Ελισαίου Ρεκλούζ. Τα μπλε μάτια του έλαμπαν, ενώ μας διηγούνταν τις περιπέτειες της πρόσφατης μάχης στη Νικόπολη, όπου πολέμησε κι
αυτός τους Τούρκους. Γεμίζοντας τα ποτήρια μας με ένα
εξαιρετικό νερό, μας είπε ότι η πηγή, που το απόσταζε σταγόνα σταγόνα, ήταν
γνωστή στον Αλή Πασά. Του άρεσε η γεύση του και το έφερνε στα Γιάννενα. Ο
υπηρέτης που ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά του νερού, έπρεπε σαν μαρτυρία της καλής
του πίστης, να κόψει και να φέρει επίσης ένα κλαρί από μια κερασιά φυτρωμένη
δίπλα στην πηγή. Ο παπάς μας διηγήθηκε κατόπιν το ηρωικό τέλος των
Σουλιωτισσών: “Ήταν εξήντα, από διαφορετικά χωριά, και είχαν βρει καταφύγιο στο
βραχώδες ύψωμα του Ζαλόγγου, το οποίο τότε περιτριγυριζόταν από δάση. Αλλά οι
Τούρκοι τις ανακάλυψαν. Όταν είδαν ότι θα έπεφταν στα χέρια τους, άρχισαν ένα
χορό, πάνω σ’ ένα χαρούμενο τραγούδι για να τους δείξουν ότι δεν φοβούνταν.
Αποχαιρέτησαν μετά τα δάση της πατρίδας τους, τις δροσερές πηγές που γέμιζαν με
νερό τα φλασκιά τους, αποχαιρέτησαν τα χωριά τους. Κατόπιν κρατώντας αγκαλιά τα
παιδιά τους πήδηξαν στο κενό”. Αυτό έγινε το 1803. Το 1897, οι Τούρκοι
κατέστρεψαν πάλι το Σούλι για να τιμωρήσουν τους κατοίκους του, επειδή βοηθούσαν
τους Έλληνες. Τρεις γυναίκες από την Καμαρίνα, επανέλαβαν στο ύψωμα του βράχου
του Στεφανιού το κατόρθωμα των προγόνων τους.
Αυτός ο βραχώδης κύκλος, περικλείει σε μικρό χώρο μια ιστορική
περίληψη της Ηπείρου. Τα ερείπια της Κασσώπης, τα τείχη της, των οποίων οι
οκταγωνικοί πύργοι ανήκουν στη ακραία αρχαιότητα, υπενθυμίζουν ότι η Ήπειρος
είναι, κατά κάποιο τρόπο, το λίκνο της Ελλάδας και αυτό καθ’ εαυτό το όνομα
”Γραικός” που κατά τον Duruy σημαίνει ”παλιός”, ήταν αρχικά το όνομα του λαού
που την κατοικούσε. Η μικρή εκκλησία της Μονής θυμίζει το μεγαλείο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και ο κόκκινος βράχος Στεφάνι είναι σαν να βάφτηκε με
το αίμα των γυναικών αυτών, που αφοσιωμένες στη φυλή τους και την πίστη τους,
θυσίασαν, τραγουδώντας, τη ζωή τους γι’ αυτήν την Ελλάδα του Μέλλοντος, που
τόσο θριαμβευτικά έγινε η Ελλάδα του Παρόντος.
Η παράκτια
ζώνη της Ηπείρου εκτείνεται από το ακρωτήριο της Χειμάρας, που τα Κεραύνια όρη
σπρώχνουν μέσα στην Αδριατική μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Προσανατολισμένες από
βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, οι μακρές ασβεστώδεις εξάρσεις του εδάφους
τέμνουν την περιοχή, της οποίας η Πίνδος και τα βουνά που περιβάλλουν τον Αώο
(Viosa) σχηματίζουν τα φυσικά της σύνορα. Η Ήπειρος, για τους αρχαίους, ήταν η
«ΉΠΕΙΡΟΣ», η συνεχής γη, σε αντίθεση με αυτή την απομονωμένη γη που νανούρισε η
Αμφιτρίτη, την Κέρκυρα.
Από τον Λάκμονα όπου δένεται η οροσειρά της Πίνδου, γενιούνται πέντε δοξασμένοι ποταμοί: ο Ασπροπόταμος - ο παλιός Αχελώος - διψασμένος για θυσίες, ο οποίος χωρίζει την Αιτωλία από την Ακαρνανία και χύνεται στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Πηνειός, ο οποίος διασχίζει τη Θεσσαλία και βλέπει τα όμορφα πλατάνια της μικρής κοιλάδας των Τεμπών να υποκλίνονται στο δρόμο του, ο Αλιάκμονας που ποτίζει την Μακεδονία και χύνεται στο Θερμαϊκό κόλπο, ο Άραχθος, ποταμός της Άρτας ρέοντας κατά μήκος της Πίνδου φθάνει στον Αμβρακικό κόλπο και ο μέγας Αώος με τις απόκρημνες όχθες του. Όπως ο Άραχθος και ο Αώος, ο Θύαμις (Καλαμάς), ο Λούρος και οι τρεις κολασμένοι ποταμοί: ο Αχερώνας, ο Κοκύτης, και o Πυριφλεγέρθων, που ενώνουν τα γεμάτα άργιλο νερά τους με την θάλασσα, απέναντι από εκεί που χαμογελά ο Παξός, ανήκουν στην Ήπειρο. Η Ήπειρος δεν έχει παρά μόνον δυο λίμνες, τη λίμνη Λιβάρι, κοντά στην ακτή απέναντι από την Κέρκυρα, και την λίμνη των Ιωαννίνων (την αρχαία Παμβώτιδα), στους πρόποδες του Μιτσικελιού.
Ακτές σχεδόν παντού ξηρές, ένα σύμπλεγμα δασωμένων βουνών, μια πληθώρα μεγάλων υδάτινων ρευμάτων, στενές κοιλάδες, μερικές πεδιάδες που σχηματίσθηκαν από προσχώσεις, να η Ήπειρος. Οι κοιλάδες της χρωστούν το ήπιο, σχεδόν ζεστό κλίμα, στο φράγμα της Πίνδου που τις προστατεύει από τους βόρειους ανέμους.
Η φύση την έχει ευνοήσει. Συγκεντρώνει εξαιρετικές συνθήκες γονιμότητας.
Το εμπόριο δέρματος, λαδιού, η εκτροφή μεταξοσκωλήκων, η καλλιέργεια δημητριακών, ρυζιού, καπνού, αμπελιών και οπωροφόρων δέντρων, η αξιοποίηση ακόμη και των βούρλων που θορυβούν στις εκβολές των ποταμών, η εκμετάλλευση των δασών με βελανιδιές, είναι φυσικοί πόροι που εξασφαλίζουν το μέλλον αυτής της όμορφης περιοχής. Αλλά και η εκμετάλλευση της πανίδας δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Οι λιμνοθάλασσες που βρίσκονται δίπλα στον Κόλπο της Άρτας και το Βουθρωτο, αποτελούν μεγάλα φυσικά ιχθυοτροφεία των οποίων η έκταση θα διπλασιασθεί, ίσως τριπλασιασθεί. Μέσα στους χείμαρρους του Ζαγορίου αφθονούν νόστιμες πέστροφες. Οι γαρίδες της Πρέβεζας συναγωνίζονται την φήμη των χελιών και των καραβίδων της λίμνης των Ιωαννίνων. Και αν στις ερημιές της Πίνδου αντηχούν τα ουρλιαχτά των λύκων και οι διαπεραστικές ιαχές των τσακαλιών, οι καταπράσινοι λόφοι αφθονούν από αίγαγρους και πέρδικες, καθώς και τα βάθη των δασών από αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα και τρυγόνια,.
Επί τέλους, αυτή η γη, με το τόσο σπουδαίο παρελθόν, ποιους θησαυρούς δεν διαφυλάσσει ακόμη; Ήδη υπό την διεύθυνση ενός σοφού αρχαιολόγου και ιστορικού, του κ. Φιλαδελφέως, ξεκίνησαν μεθοδικές ανασκαφές στην Νικόπολη. Και σύντομα χωρίς αμφιβολία, η Κασσώπη, η Πανδοσία, η Πασσαρώνα κλπ θα αποκτήσουν τους δικούς τους εξερευνητές.
Από τον Λάκμονα όπου δένεται η οροσειρά της Πίνδου, γενιούνται πέντε δοξασμένοι ποταμοί: ο Ασπροπόταμος - ο παλιός Αχελώος - διψασμένος για θυσίες, ο οποίος χωρίζει την Αιτωλία από την Ακαρνανία και χύνεται στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Πηνειός, ο οποίος διασχίζει τη Θεσσαλία και βλέπει τα όμορφα πλατάνια της μικρής κοιλάδας των Τεμπών να υποκλίνονται στο δρόμο του, ο Αλιάκμονας που ποτίζει την Μακεδονία και χύνεται στο Θερμαϊκό κόλπο, ο Άραχθος, ποταμός της Άρτας ρέοντας κατά μήκος της Πίνδου φθάνει στον Αμβρακικό κόλπο και ο μέγας Αώος με τις απόκρημνες όχθες του. Όπως ο Άραχθος και ο Αώος, ο Θύαμις (Καλαμάς), ο Λούρος και οι τρεις κολασμένοι ποταμοί: ο Αχερώνας, ο Κοκύτης, και o Πυριφλεγέρθων, που ενώνουν τα γεμάτα άργιλο νερά τους με την θάλασσα, απέναντι από εκεί που χαμογελά ο Παξός, ανήκουν στην Ήπειρο. Η Ήπειρος δεν έχει παρά μόνον δυο λίμνες, τη λίμνη Λιβάρι, κοντά στην ακτή απέναντι από την Κέρκυρα, και την λίμνη των Ιωαννίνων (την αρχαία Παμβώτιδα), στους πρόποδες του Μιτσικελιού.
Ακτές σχεδόν παντού ξηρές, ένα σύμπλεγμα δασωμένων βουνών, μια πληθώρα μεγάλων υδάτινων ρευμάτων, στενές κοιλάδες, μερικές πεδιάδες που σχηματίσθηκαν από προσχώσεις, να η Ήπειρος. Οι κοιλάδες της χρωστούν το ήπιο, σχεδόν ζεστό κλίμα, στο φράγμα της Πίνδου που τις προστατεύει από τους βόρειους ανέμους.
Η φύση την έχει ευνοήσει. Συγκεντρώνει εξαιρετικές συνθήκες γονιμότητας.
Το εμπόριο δέρματος, λαδιού, η εκτροφή μεταξοσκωλήκων, η καλλιέργεια δημητριακών, ρυζιού, καπνού, αμπελιών και οπωροφόρων δέντρων, η αξιοποίηση ακόμη και των βούρλων που θορυβούν στις εκβολές των ποταμών, η εκμετάλλευση των δασών με βελανιδιές, είναι φυσικοί πόροι που εξασφαλίζουν το μέλλον αυτής της όμορφης περιοχής. Αλλά και η εκμετάλλευση της πανίδας δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Οι λιμνοθάλασσες που βρίσκονται δίπλα στον Κόλπο της Άρτας και το Βουθρωτο, αποτελούν μεγάλα φυσικά ιχθυοτροφεία των οποίων η έκταση θα διπλασιασθεί, ίσως τριπλασιασθεί. Μέσα στους χείμαρρους του Ζαγορίου αφθονούν νόστιμες πέστροφες. Οι γαρίδες της Πρέβεζας συναγωνίζονται την φήμη των χελιών και των καραβίδων της λίμνης των Ιωαννίνων. Και αν στις ερημιές της Πίνδου αντηχούν τα ουρλιαχτά των λύκων και οι διαπεραστικές ιαχές των τσακαλιών, οι καταπράσινοι λόφοι αφθονούν από αίγαγρους και πέρδικες, καθώς και τα βάθη των δασών από αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα και τρυγόνια,.
Επί τέλους, αυτή η γη, με το τόσο σπουδαίο παρελθόν, ποιους θησαυρούς δεν διαφυλάσσει ακόμη; Ήδη υπό την διεύθυνση ενός σοφού αρχαιολόγου και ιστορικού, του κ. Φιλαδελφέως, ξεκίνησαν μεθοδικές ανασκαφές στην Νικόπολη. Και σύντομα χωρίς αμφιβολία, η Κασσώπη, η Πανδοσία, η Πασσαρώνα κλπ θα αποκτήσουν τους δικούς τους εξερευνητές.
Καθώς τα Γιάννινα παρέμειναν έτσι όπως ήταν όταν ζούσε ο Αλής, μία πόλη δηλαδή
με όψη εντελώς μεσαιωνική, το ίδιο και η Ήπειρος παρέμεινε έτσι όπως την είχε
φτιάξει: λεία για τους εκβιαστές κρατικούς υπαλλήλους, με φυλετικά μίση, με
ληστείες και τρόμο.
Αυτό που μας περιγράφει ο Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας παρά τον Πασά των Ιωαννίνων, για την κατάσταση που ζούσε αυτός ο δυστυχής τόπος, θα μπορούσε να το πει ακόμη και σήμερα. Ο κτηματίας, φοβούμενος μήπως τον απαγάγουν και ζητήσουν λύτρα, δεν τολμούσε να εγκαταλείψει το χωριό του, ούτε να απομακρυνθεί μισό χιλιόμετρο από το σπίτι του με τα σιδεροφραγμένα παράθυρα, για να επιμεληθεί τα χωράφια του. Δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς κάποια δολοφονία να αιματοκυλήσει τους μεγάλους δρόμους. Για να επισκεφθούν τα σχολεία που έχουν φτιαχτεί από πλούσιους Ηπειρώτες, μετανάστες του εξωτερικού, οι Έλληνες επιθεωρητές δεν τολμούσαν να ταξιδέψουν παρά μόνο νύχτα, μυστικά, ρισκάροντας συνεχώς τη ζωή τους. Το σπίτι του φιλοξενούντος μας, στην Παραμυθιά, είχε γίνει κόσκινο από σφαίρες ένα όμορφο πρωινό, ανήμερα το Πάσχα. Οι κάτοικοι στο Μονοδέντρι της επαρχίας Ζαγορίου, ζούσαν συνεχώς με ανασφάλεια και ήταν πάντα έτοιμοι να καταφύγουν – ζώα και άνθρωποι – στα βάθη μιας απρόσιτης σπηλιάς . Στην περιοχή των Φιλιατών, ολόκληρα χωριά, βρίσκονταν από μακρού σε κατάσταση πολιορκίας.
Αυτά τα λίγα γεγονότα – θα ήταν εύκολο να αναφέρουμε και πολλά άλλα - μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τι σεισμός έγινε σ’ αυτή τη γη με τον κρότο των πρώτων μαχών: στο Μέτσοβο, είσοδο της Πίνδου, στο Γκρίμποβο, στα Πέντε Πηγάδια, στα Πεστά, στο Δρίσκο, όπου βρίσκεται ο τάφος του ποιητή Μαβίλη, στον Άγιο Νικόλα, στη Μανωλιάσσα, όπου οι ήχοι των σαλπίγγων ανακοίνωναν την προσεχή απελευθέρωση. Τέλος, το Μπιζάνι έπεσε και ο Διάδοχος εισήλθε θριαμβευτικά στα Γιάννινα.
Πρέπει να διατρέξει κανείς την Ήπειρο λίγο αργότερα από αυτά τα σπουδαία γεγονότα δίχως επίσημη ακολουθία, αλλά όπως το κάναμε σύμφωνα με τις ιδέες μας, σχηματίζοντας εμείς οι ίδιοι το καραβάνι μας, χωρίς συνοδεία, χωρίς όπλα, οδηγούμενοι από Αλβανούς, Έλληνες ή Τούρκους αγωγιάτες. Πρέπει κανείς να κάνει στάση και να διανυκτερεύει σε πόλεις ή και χωριά για να αντιληφθεί το μεγαλείο του πολιτισμικού έργου, του οποίου φορέας ήταν ο κ. Βενιζέλος. ”Τα υπάρχοντά μας, τα παιδιά μας, η ζωή μας. . . δεν είμαστε σίγουροι για τίποτε. Σήμερα πετάμε στον ουρανό! Δεν τολμούμε ακόμη να πιστέψουμε ότι μπορούμε να διαβούμε το κατώφλι του σπιτιού μας χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο την ελευθερία μας ή την ύπαρξή μας”.
Και δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που μιλούσαν έτσι, αλλά και οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι εγκωμίαζαν την ανθρωπιά των στρατιωτών του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την εκτίμηση που επεδείκνυαν οι κρατικοί υπάλληλοι απέναντί τους. Η διευκόλυνση των επικοινωνιών, η εγκατάσταση ταχυδρομείου, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η εφαρμογή της τάξης ήταν οι πρώτοι καρποί, μετά από μερικούς μήνες διακυβέρνησης του κ. Ζωγράφου, Γενικού Διοικητού, που τον υποστήριξαν και οι στρατιωτικές αρχές. Έτσι μπορέσαμε να διασχίσουμε μόνοι, πεζοί, την τεράστια χαράδρα του Βίκου, αξέχαστο λημέρι κλεφτών. Έτσι ακόμα, είδαμε στα Γιάννενα, κατεχόμενα από ελληνικά στρατεύματα, να φωταγωγούνται οι Μιναρέδες του Ραμαζανιού και οι μουεζίνηδες να κατρακυλούν τις προσευχές τους χωρίς τον παραμικρό φόβο. Έτσι επίσης είδαμε να απαγορεύουν στο κοινό να εισέλθει στο νεκροταφείο του Τζαμιού Ασλάν Αγά, γιατί κάποιος επισκέπτης έσπασε μια τούρκικη στήλη.
Αυτό που μας περιγράφει ο Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας παρά τον Πασά των Ιωαννίνων, για την κατάσταση που ζούσε αυτός ο δυστυχής τόπος, θα μπορούσε να το πει ακόμη και σήμερα. Ο κτηματίας, φοβούμενος μήπως τον απαγάγουν και ζητήσουν λύτρα, δεν τολμούσε να εγκαταλείψει το χωριό του, ούτε να απομακρυνθεί μισό χιλιόμετρο από το σπίτι του με τα σιδεροφραγμένα παράθυρα, για να επιμεληθεί τα χωράφια του. Δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς κάποια δολοφονία να αιματοκυλήσει τους μεγάλους δρόμους. Για να επισκεφθούν τα σχολεία που έχουν φτιαχτεί από πλούσιους Ηπειρώτες, μετανάστες του εξωτερικού, οι Έλληνες επιθεωρητές δεν τολμούσαν να ταξιδέψουν παρά μόνο νύχτα, μυστικά, ρισκάροντας συνεχώς τη ζωή τους. Το σπίτι του φιλοξενούντος μας, στην Παραμυθιά, είχε γίνει κόσκινο από σφαίρες ένα όμορφο πρωινό, ανήμερα το Πάσχα. Οι κάτοικοι στο Μονοδέντρι της επαρχίας Ζαγορίου, ζούσαν συνεχώς με ανασφάλεια και ήταν πάντα έτοιμοι να καταφύγουν – ζώα και άνθρωποι – στα βάθη μιας απρόσιτης σπηλιάς . Στην περιοχή των Φιλιατών, ολόκληρα χωριά, βρίσκονταν από μακρού σε κατάσταση πολιορκίας.
Αυτά τα λίγα γεγονότα – θα ήταν εύκολο να αναφέρουμε και πολλά άλλα - μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τι σεισμός έγινε σ’ αυτή τη γη με τον κρότο των πρώτων μαχών: στο Μέτσοβο, είσοδο της Πίνδου, στο Γκρίμποβο, στα Πέντε Πηγάδια, στα Πεστά, στο Δρίσκο, όπου βρίσκεται ο τάφος του ποιητή Μαβίλη, στον Άγιο Νικόλα, στη Μανωλιάσσα, όπου οι ήχοι των σαλπίγγων ανακοίνωναν την προσεχή απελευθέρωση. Τέλος, το Μπιζάνι έπεσε και ο Διάδοχος εισήλθε θριαμβευτικά στα Γιάννινα.
Πρέπει να διατρέξει κανείς την Ήπειρο λίγο αργότερα από αυτά τα σπουδαία γεγονότα δίχως επίσημη ακολουθία, αλλά όπως το κάναμε σύμφωνα με τις ιδέες μας, σχηματίζοντας εμείς οι ίδιοι το καραβάνι μας, χωρίς συνοδεία, χωρίς όπλα, οδηγούμενοι από Αλβανούς, Έλληνες ή Τούρκους αγωγιάτες. Πρέπει κανείς να κάνει στάση και να διανυκτερεύει σε πόλεις ή και χωριά για να αντιληφθεί το μεγαλείο του πολιτισμικού έργου, του οποίου φορέας ήταν ο κ. Βενιζέλος. ”Τα υπάρχοντά μας, τα παιδιά μας, η ζωή μας. . . δεν είμαστε σίγουροι για τίποτε. Σήμερα πετάμε στον ουρανό! Δεν τολμούμε ακόμη να πιστέψουμε ότι μπορούμε να διαβούμε το κατώφλι του σπιτιού μας χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο την ελευθερία μας ή την ύπαρξή μας”.
Και δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που μιλούσαν έτσι, αλλά και οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι εγκωμίαζαν την ανθρωπιά των στρατιωτών του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την εκτίμηση που επεδείκνυαν οι κρατικοί υπάλληλοι απέναντί τους. Η διευκόλυνση των επικοινωνιών, η εγκατάσταση ταχυδρομείου, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η εφαρμογή της τάξης ήταν οι πρώτοι καρποί, μετά από μερικούς μήνες διακυβέρνησης του κ. Ζωγράφου, Γενικού Διοικητού, που τον υποστήριξαν και οι στρατιωτικές αρχές. Έτσι μπορέσαμε να διασχίσουμε μόνοι, πεζοί, την τεράστια χαράδρα του Βίκου, αξέχαστο λημέρι κλεφτών. Έτσι ακόμα, είδαμε στα Γιάννενα, κατεχόμενα από ελληνικά στρατεύματα, να φωταγωγούνται οι Μιναρέδες του Ραμαζανιού και οι μουεζίνηδες να κατρακυλούν τις προσευχές τους χωρίς τον παραμικρό φόβο. Έτσι επίσης είδαμε να απαγορεύουν στο κοινό να εισέλθει στο νεκροταφείο του Τζαμιού Ασλάν Αγά, γιατί κάποιος επισκέπτης έσπασε μια τούρκικη στήλη.
Από το Δέλβινο ως το Μέτσοβο και από την Πρέβεζα ως την Κόνιτσα, παντού είχαμε την εντύπωση ότι συναντούσαμε μια ανθρωπότητα βγαλμένη από την κόλαση και δοσμένη στην ελπίδα, τη χαρά και το αίσθημα της εθνικής συνείδησης.
Ο χορός των νέων κοριτσιών στο Δελβινάκι μένει αποτυπωμένος στη μνήμη μου σαν μια ζωντανή και γοητευτική αλληγορία αυτής της αναγέννησης.
Έφερναν τόση συγκίνηση καθώς χόρευαν το τελετουργικό τους με τα παραδοσιακά βήματα, προχωρώντας και πισωπατώντας, ισορροπώντας σε μιαν αργή κίνηση σαν από κύμα που σκάει στην άμμο. Κάτω από την μοναστική τους κόμμωση που προσθέτει στην αγνότητα των θελγήτρων τους, έχουν κληρονομήσει μια ομορφιά κάπως μελαγχολική, που ο Λόρδος Βύρων θαύμαζε στους προγόνους των. Χαμογελούσαν με σέβας στις γαλανόλευκες σημαίες που ο άνεμος της Ηπείρου ξεδίπλωνε πάνω από τα κεφάλια τους. Και μια απ’ αυτές, δείχνοντάς τις μας είπε απλά: “Ας έλθουν να τις πάρουν”! ”Παραδώσου” έγραψε ο Ξέρξης στον Λεωνίδα. ”Μολών λαβέ” απάντησε ο Σπαρτιάτης. Και στο στόμα αυτής της νέας Ηπειρώτισσας, μέσα σ’ αυτή τη γιορτή, μέσα σ’ αυτή τη χώρα, μόλις απελευθερωμένη και ακόμη απειλούμενη, αυτή η επίκληση του αρχαίου ηρωισμού, επιβεβαίωνε με συγκινητική δύναμη, την συνέχεια και το μεγαλείο της φυλής.
ΤΕΛΟΣ
Ο φωτογράφος και φιλέλληνας Frederic Boissonnas (1858-1944) γεννήθηκε στη Γενεύη από πατέρα φωτογράφο. Επιθυμώντας να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, μαθήτεψε κοντά σε φημισμένους φωτογράφους στην Ουγγαρία και τη Γερμανία. Το 1887, ανέλαβε το οικογενειακό φωτογραφικό εργαστήριο και το τελειοποίησε. Στην άρτια απόδοση των πορτραίτων και τοπίων του -στα τελευταία στράφηκε αποκλειστικά με το πέρασμα του χρόνου - συνετέλεσαν τόσο η έμφυτη καλλιτεχνία του, όσο και η χρησιμοποίηση των πιο σύγχρονων για την εποχή μέσων φωτογράφησης. Ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του Edmond-Victor παρασκεύαζαν ορθοχρωματικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων με καταπληκτικά αποτελέσματα. Χάρη στην υψηλή ποιότητα της δουλειάς του, δεν άργησε να γίνει διάσημος. Οι αρχές του 20ού αι. τον βρήκαν βραβευμένο σε διεθνείς εκθέσεις με επαίνους και μετάλλια και με δικά του φωτογραφεία στο Παρίσι, στη Λυών, στη Ραίνς, στη Μασσαλία, στην Πετρούπολη.
Εάν επιχειρούσαμε να επισημάνουμε κάποια στοιχεία που
θα μας επέτρεπαν να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο λεύκωμα σαν ”ιδιαίτερο” ή
“σημαντικό” θα ήταν τα εξής:
ο
τίτλος του βιβλίου: “Ήπειρος – το λίκνο των Ελλήνων”
το
συγκεκριμένο βιβλίο επελέγη ως το πρώτο (άρα και σημαντικότερο) μιάς σειράς
βιβλίων με θέμα την παρουσίαση, στην Ευρώπη, της εικόνας της Ελλάδας του 1913
η
ιδιαίτερη (και αδιαμφισβήτητη) καλλιτεχνική, ιστορική και λαογραφική αξία του
φωτογραφικού υλικού
η
εντυπωσιακή ελληνική παιδεία του Daniel Baud-Bovy (συμπερασματικά και του
Frederic Boissonnas) και η σωρεία των επιχειρημάτων και αναφορών του σε αρχαία
κείμενα για την τεκμηρίωση της άποψης σύμφωνα με την οποία η Ήπειρος θα πρέπει
να θεωρείται το λίκνο των Ελλήνων
οι
φωτογραφίες “τραβήχτηκαν” και το εισαγωγικό σημείωμα γράφτηκε με νωπές τις
εικόνες και τις εντυπώσεις από τον αγώνα απελευθέρωσης της Ηπείρου και της
διαμόρφωσης των νέων συνθηκών ζωής. Ο Baud-Bovy γράφει; “Από το Δέλβινο ως το
Μέτσοβο και από την Πρέβεζα ως την Κόνιτσα, παντού είχαμε την εντύπωση ότι
συναντούσαμε μια ανθρωπότητα βγαλμένη από την κόλαση και δοσμένη στην ελπίδα,
τη χαρά και το αίσθημα της εθνικής συνείδησης. Ο χορός των νέων κοριτσιών στο
Δελβινάκι μένει αποτυπωμένος στη μνήμη μου σαν μια ζωντανή και γοητευτική αλληγορία
αυτής της αναγέννησης”. Και ο Boissonnas αποτυπώνει με τον φωτογραφικότου φακό
“ τον τελετουργικό τους χορό, με τα παραδοσιακά βήματα, προχωρώντας και
πισωπατώντας, ισορροπώντας σε μιαν αργή κίνηση σαν από κύμα που σκάει στην άμμο
”
η
οροθέτηση του Ηπειρωτικού χώρου βάσει των ορατών (από τους ίδιους) και
αδιαμφισβήτητων κριτηρίων.
ΑΠΟ ΖΩΣΙΜΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ .......2010 μ.Χ.
Περισσότερες φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή στην Ήπειρο το 1913 μπορείτε να δείτε, εδώ... >>>
Περισσότερες φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή στην Ήπειρο το 1913 μπορείτε να δείτε, εδώ... >>>