[του Παναγιώτη
Παναγάκου]
Ο Εσάτ πασάς παραδίδει τα Γιάννενα στον διάδοχο Κωνσταντίνο [ίδρυμα ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ] |
[...]
Τα Ιωάννινα το
φθινόπωρο του 1912 αποτελούσαν οχυρά
περιοχή, όχι βέβαια με την
σύγχρονη έννοια
του φρουρίου, αλλά πάντως έχοντα κάθε
άλλο παρά προσπελάσιμη
οχύρωση. Η οχύρωση
είχε αρχίσει να εκτελείται πολύ πριν
από την έναρξη των Βαλκανικών
Πολέμων σύμφωνα
με τις υποδείξεις του Γερμανού οργανωτή
του οθωμανικού στρατού φον
Γκολτς,
τελειοποιήθηκε και επεκτάθηκε όμως στη
διάρκεια του πολέμου από τον αρχηγού
του πυροβολικού
Ηπείρου αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη.
Η τεχνητή προστασία της πόλης
δεν περιοριζόταν
στον αυτό καθεαυτό χώρο των Ιωαννίνων
αλλά επεκτεινόταν περιφερικώς
σε ακτίνα 6 – 10
χιλιόμετρα και σχημάτιζε περίμετρο
αναπτύξεως γύρω στα 70 χιλιόμετρα. Η
σοβαρότερη
οχύρωση ήταν αυτή του Μπιζανίου, γύρω
από το οποίο οργανώθηκε η τουρκική
αντίσταση, καθώς
από το σημείο αυτό αναμενόταν και η
μετωπική ελληνική επίθεση. Αντίθετα
στα δυτικά και
νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων δεν εκτελέσθηκαν
ισχυρά οχυρωματικά έργα, λόγω
της φυσικής
διαμόρφωσης του χώρου. Στην πραγματικότητα,
στον παράγοντα αυτό, στη
δύσβατη δηλαδή
γεωφυσική διαμόρφωση έγκειτο σε μεγάλο
βαθμό και ουσιαστική αμυντική
αξία της περιοχής,
καθώς το υψίπεδο των Ιωαννίνων περιβάλλεται
από όλες τις κατευθύνσεις
από όρη και
υψώματα, πρόσφορα για την κάλυψή του.
[http://www.geetha.mil.gr/media/1_istorika/21feb_ioannina/ioannina.gif]
Όσον αφορά το
βαρύ πολεμικό υλικό των Οθωμανών, στην
περιοχή των Ιωαννίνων
ήταν εγκατεστημένα
γύρω στα 110 πυροβόλα, αλλά ο εφοδιασμός
σε πυρομαχικά ήταν
ελλιπέστατος.
Η δε κινητή στρατιωτική άμυνα, υπό τις
διαταγές του Εσσάτ Πασά, αποτελείτο
από δύο μεραρχίες
πολύ μικρής δύναμης και από μερικά
συντάγματα επιτόπιων εθνοφρουρών
οπλισμένων με
τουφέκια παλαιού τύπου, καθώς και από
μία ίλη ιππικού, στο σύνολό τους
20.000 άνδρες. Στις
δυνάμεις αυτές προστέθηκαν από τις
αρχές Δεκεμβρίου, μετά την πτώση
του Μοναστηρίου
και 15.000 άνδρες, υπό την αρχηγία του Ζεκή
Πασά, που οργανώθηκαν σε
τέσσερις μεραρχίες
πολύ μικρής ισχύος και σχεδόν χωρίς
πυροβολικό. Το μεγαλύτερο όμως
πρόβλημα ήταν
η ανυπαρξία σχεδίου άμυνας των Ιωαννίνων,
καθώς η τουρκική διοίκηση της
πόλης βρισκόταν
αποκομμένη από την Κωνσταντινούπολη,
λόγω της επέλασης των συμμάχων
από όλες τις
κατευθύνσεις.
Από την άλλη
πλευρά, ως τα τέλη Νοεμβρίου οι ελληνικές
επιχειρήσεις στο μέτωπο της
Ηπείρου
διεξάγονταν, υπό τις διαταγές του
αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη,
από
μία μεραρχία.
Τη χρονική εκείνη στιγμή κρίθηκε σκόπιμη
η ενίσχυση του από άλλες τρεις
μεραρχίες, από
ένα σύνταγμα ιππικού και από αρκετό
βαρύ πυροβολικό.
Παρά την άσχημη
κατάσταση του τουρκικού στρατεύματος,
με τις ασθένειες να μειώνουν
τον αριθμό των
μαχητών και το ηθικό να είναι κλονισμένο,
ως τα μέσα Ιανουαρίου 1913 οι
επιθέσεις του
ελληνικού στρατού, αν και ήταν ορμητικότατες
και αιματηρότατες, απέβησαν
ουσιαστικά
άκαρπες, αποφέροντας μια ελάχιστη
προώθηση προς Βορρά. Αιτία αποτελούσε
το
γεγονός ότι ο
χώρος των επιχειρήσεων κάθε φορά άλλαζε,
αλλά το σχέδιο παρέμενε το ίδιο,
δηλαδή μετωπική
επίθεση, προσκρούοντας στο οχυρό του
Μπιζανίου.
Η εξέλιξη αυτή,
κάτω και από την πίεση του βουλγαρικού
κινδύνου στο μέτωπο της
Μακεδονίας,
ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να
αναθέσει και την αρχηγία του στρατού
Ηπείρου στο
διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος μετέβη
στην Ήπειρο στις 17 Ιανουαρίου 1913.
Πραγματοποιήθηκαν
διάφορες μεταβολές και εντάθηκε η
προσπάθεια για τον προσπορισμό
πληροφοριών σε
σχέση με τις ενέργειες του εχθρού, ο
οποίος συγκέντρωνε δυνάμεις προς το
νότιο και το
ανατολικό, απογυμνώνοντας έτσι το δυτικό
μέτωπο. Με βάση τις πληροφορίες
αυτές επινοήθηκε
αιφνιδιαστικό σχέδιο κατάληψης της
πόλης των Ιωαννίνων. Για την
ευόδωση του
σχεδίου αυτού έπρεπε πρώτα να περιέλθει
στην ελληνική κυριαρχία το Μπιζάνι,
κάτι που θα
επιτυγχάνετο όμως όχι με τη μορφή
μετωπικών επιθέσεων αλλά με την
περικύκλωση και
την απομόνωσή του από την πόλη των
Ιωαννίνων. Το σχέδιο προέβλεπε
επίθεση κατά
του Μπιζανίου από το δυτικό μέτωπο, αφ’
ενός διότι προς την κατεύθυνση αυτή
κατά την εποχή
εκείνη δεν υπήρχαν μεγάλες τουρκικές
δυνάμεις, αφ’ ετέρου διότι τα
υψώματα του
δυτικού μετώπου δε συνδέονται με το
Μπιζάνι. Όρος απαραίτητος για την
επιτυχία της
επιχείρησης ήταν η αιφνιδιαστική
εκτέλεσή της, προκειμένου να μην υποπέσει
έγκαιρα στην
αντίληψη του τουρκικού αρχηγείου, ώστε
να δοθεί η δυνατότητα να ληφθούν
τα κατάλληλα
μέτρα για την αντιμετώπιση της πλευρικής
αυτής εισβολής. Για το λόγο αυτό
τηρήθηκε μεγάλη
μυστικότητα και η προετοιμασία
συγκέντρωσης των στρατευμάτων
πραγματοποιήθηκε
εσπευσμένα μέσα σε ένα διήμερο, στις 16
και 17 Φεβρουαρίου.
Συγχρόνως
διετάχθησαν η 3η μεραρχία και το απόσπασμα
της 5ης μεραρχίας, που παρέμεναν
στο Λιασκοβίκι
από το τέλος της επιχείρησης της Κορυτσάς,
να προχωρήσουν προς την
Κόνιτσα και τη
Φούρκα, ώστε να δημιουργήσουν την
εντύπωση ελληνικής δράσης και από
την κατεύθυνση
του Βορρά και να αποσπάσουν την προσοχή
των Οθωμανών, αλλά και
μακροπρόθεσμα
να παρεμποδίσουν την τουρκική υποχώρηση
και φυγή. Το ελληνικό
στρατηγείο,
παράλληλα, διέδωσε την παραπλανητική
είδηση ότι θα αποβιβαζόταν στους
Αγίους Σαράντα
μια ελληνική μεραρχία. Η διάδοση αυτή,
όπως απεδείχθη εκ των υστέρων,
έγινε πιστευτή
από την τουρκική ηγεσία, που βεβαιώθηκε
απατηλώς ότι η ελληνική επίθεση
θα γινόταν από
τα βόρεια και βορειοδυτικά, με αποτέλεσμα
να ακινητοποιηθεί το τουρκικό
στρατιωτικό
σώμα που είχε εγκατασταθεί στο Δέλβινο
και να μην προστρέξει στην
υπεράσπιση των
Ιωαννίνων.
Αφού κατά την
16η και 17η Φεβρουαρίου συγκεντρώθηκαν
οι διάφορες μονάδες στους
κατάλληλους
τόπους εξόρμησης, επακολούθησε η επίθεση,
που πραγματοποιήθηκε σε δύο
χρονικές
περιόδους. Κατά την πρώτη, στις 18
Φεβρουαρίου, έγινε η προετοιμασία, ώστε
τη χαραυγή της
19ης Φεβρουαρίου να βρίσκονται οι φάλαγγες
της αριστερής πτέρυγας του
ελληνικού
στρατεύματος στις θέσεις Βοδίβιτσα –
Άγιος Νικόλαος – Σαδοβίτσα, έτοιμες να
στραφούν προς
ανατολάς. Κατά τη δεύτερη φάση, εκτελέσθηκε
η επίθεση, με κατεύθυνση
κάθετη προς το
δυτικό μέτωπο της οχυράς περιοχής των
Ιωαννίνων. Από το χάραμα της 19ης,
το πυροβολικό
εξαπέλυσε σφοδρότατο βομβαρδισμό κατά
των τουρκικών οχυρών του νότιου
και ανατολικού
τομέα, κατά τον οποίο ερρίφθησαν πάνω
από 12.000 βλήματα, ενώ από την
8η πρωινή
ακολούθησε γενική ακάθεκτη επίθεση από
ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα προς
τη δυτική γραμμή
άμυνας των Οθωμανών. Την ίδια στιγμή η
δεξιά πτέρυγα και το κέντρο
του ελληνικού
στρατού άρχισαν να επιτίθενται κατά
του νότιου και του ανατολικού τουρκικού
μετώπου, με
αποτέλεσμα ο εκεί συγκεντρωμένος
τουρκικός στρατός να συγκρατείται
καθηλωμένος και
να αδυνατεί να αποσπάσει την παραμικρή
έστω δύναμη για την ενίσχυση
του καταρρέοντος
δυτικού μετώπου. Τα τουρκικά οχυρά του
δυτικού μετώπου άρχισαν να
καταλαμβάνονται
το ένα μετά το άλλο από τους Έλληνες και
ο τουρκικός στρατός άρχισε να
υποχωρεί προς
τα Ιωάννινα. Οι Έλληνες τον κατεδίωξαν
κατά πόδας, προβαίνοντας και στην
καταστροφή των
τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συρμάτων
μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων,
ώστε το Μπιζάνι
να καταστεί εντελώς απομονωμένο, καθώς
ο ελληνικός στρατός είχε βρεθεί
στα νώτα του. Το
απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου δόθηκε η
διαταγή να συνεχιστεί η επίθεση
και κατά την
επερχόμενη νύχτα αλλά και κατά την
επόμενη ημέρα, ώστε να επέλθει πλήρως
η
περικύκλωση του
εχθρού.
Μπροστά στο
φάσμα της διαγραφόμενης πανωλεθρίας,
ο Εσσάτ Πασάς ζήτησε τη
μεσολάβηση του
μητροπολίτη Ιωαννίνων, ώστε να επιτύχει
την παράδοση της πόλης χωρίς περαιτέρω
άσκοπη αιματοχυσία. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
της 19ης προς 20η Φεβρουαρίου, έφθασε στις
ελληνικές προφυλακές του ευζωνικού
τάγματος αντιπρόσωπος του Εσσάτ, που
παρακάλεσε να συναντήσει αυτοπροσώπως
το διάδοχο Κωνσταντίνο για να δηλώσει
την άνευ όρων παράδοση όχι μόνο της
πόλης των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών
οχυρών που είχαν
περικυκλωθεί
από τον ελληνικό στρατό. Την πρωία της
20ης Φεβρουαρίου το ελληνικό ιππικό
εισήλθε στην
πόλη και ο διάδοχος όρισε ως αντιπροσώπους
του τους λοχαγούς του επιτελείου
του Ιωάννη Μεταξά
και Ξ. Στρατηγό, οι οποίοι συναντήθηκαν
με το Βεχήπ Μπέη και
υπέγραψαν το
πρωτόκολλο παράδοσης στους Έλληνες.
Σύμφωνα με αυτό, όλα τα οχυρά, το
πολεμικό υλικό
(ανάμεσά τους και 110 πυροβόλα) καθώς και
όλος ο στρατός, που ανερχόταν
σε 30.000 άνδρες
και 1.000 αξιωματικούς, και η πόλη των
Ιωαννίνων παραδίδονταν στους
Έλληνες. Την
πρωία της 21ης Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε
η επίσημη πανηγυρική είσοδος
του διαδόχου
Κωνσταντίνου στα Ιωάννινα.
[Τα Ιωάννινα θα
γνωρίσουν άλλη μια σύντομη ξενική
κυριαρχία. Κατά τα τέλη Μαΐου 1917,
στη διάρκεια
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιταλικό
στράτευμα υπό το στρατηγό Deliponte
στα πλαίσια των
ανταντικών επιχειρήσεων για την κατάληψη
της Θεσσαλίας και της Ηπείρου
εισέβαλε από τη
Βόρεια Ήπειρο και κατέλαβε τα Ιωάννινα,
με αποτέλεσμα η ελληνική
στρατιωτική
άμυνα της πόλης να αναγκασθεί να αποσυρθεί
στην Άρτα. Η ιταλική κατοχή των
Ιωαννίνων
διήρκεσε μόνο ως το Σεπτέμβριο του 1917,
οπότε και ανακαταλήφθηκαν από τον
ελληνικό στρατό.]
Η κατάληψη των
Ιωαννίνων θεωρήθηκε, δικαιολογημένα,
μια από τις σημαντικότερες
επιτυχίες του
πολέμου. Κάθε νίκη όμως, διπλωματική ή
στρατιωτική, για να έχει ουσιαστικό
αντίκρισμα και
να καρποφορήσει για την ευημερία μίας
χώρας, πρέπει να αντιμετωπίζεται
με σύνεση και
σωφροσύνη και να συνοδεύεται από
περαιτέρω ορθές πολιτικές επιλογές.
Αντίθετα, οι
νικηφόροι πολεμικοί αγώνες και των δύο
Βαλκανικών Πολέμων θα επισκιαστούν
γρήγορα από τον
Εθνικό Διχασμό που θα ξεσπάσει το 1915.
Κατά παρόμοιο τρόπο, τα
εδαφικά και
διπλωματικά οφέλη που θα προκύψουν για
τη χώρα μας μετά το τέλος του
Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου θα εξανεμιστούν εξαιτίας των
λανθασμένων χειρισμών που θα
οδηγήσουν στη
Μικρασιατική Καταστροφή. Όλες αυτές οι
διαπιστώσεις δεν κάνουν τίποτα
άλλο από το να
επιβεβαιώνουν την ορθότητα της προλογικής
μου σκέψης. Η ιστορία
επαναλαμβάνεται
και διδάσκει. Κι αν οι άνθρωποι δεν
αφουγκράζονται τα διδάγματά της, αυτό
δεν οφείλεται
στην κακή της διδασκαλία, αλλά στη δική
μας κακή μαθητεία….
Σ.Σ. Αρέσκομαι
στο να αφιερώνω το εκάστοτε κείμενο στη
βασική εικόνα και ιδέα
που διακατέχει
τη σκέψη μου κατά τη σύνθεση του καθενός
από αυτά. Στην περίπτωση του
παρόντος άρθρου,
είναι αλήθεια ότι δε χρειάστηκε να
αναρωτηθώ και πολύ. Η ταπεινή αυτή
προσπάθεια
αφιερώνεται ολόψυχα, σε δείγμα ελάχιστης
ευγνωμοσύνης, στα αγαπημένα μου
Ιωάννινα, την
πόλη που με περισσή θέρμη στέγασε τα
τέσσερα πιο όμορφα και δημιουργικά
χρόνια της ζωής
μου, τα χρόνια των φοιτητικών μου σπουδών.
Βιβλιογραφία-Φωτογραφίες:
«Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια»,
λήμμα «Ιωάννινα»,
Τόμος ΙΓ΄,
Εκδόσεις «Πυρσός»,
Αθήνα 1929 - «Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια»,
λήμμα «Βαλκανικοί
Πόλεμοι»,
Τόμος ΣΤ΄, Εκδόσεις
«Πυρσός»,
Αθήνα 1929 -
Εγκυκλοπαίδεια
«Πάπυρος
Λαρούς Μπρεττάνικα»,
λήμμα «Βαλκανικοί
Πόλεμοι»,
Τόμος 13,
Αθήνα 1984 - «Δομή»,
λήμμα «Βαλκανικοί
Πόλεμοι»,
Τόμος 3, Αθήνα 1971 - «Η
Ελλάδα τον
20ο αιώνα,
1910-1920»,
«Επτά Ημέρες»
της Καθημερινής, 24
Οκτωβρίου 1999
Άρθρο στο
Περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού
5+1
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του ιδρύματος «ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ»